εἰσηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰσηγητής:''' староатт. [[ἐσηγητής]], οῦ ὁ зачинщик, зачинатель, виновник (κακῶν Thuc.; τοιούτων ἔργων Aeschin.; μοχθηρῶν [[ἐθῶν]] Plut.; ἐπιτηδευμάτων Luc.).
|elrutext='''εἰσηγητής:''' староатт. [[ἐσηγητής]], οῦ ὁ зачинщик, зачинатель, виновник (κακῶν Thuc.; τοιούτων ἔργων Aeschin.; μοχθηρῶν [[ἐθῶν]] Plut.; ἐπιτηδευμάτων Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰσηγητής]], οῦ, [from [[εἰσηγέομαι]]<br />one who brings in, a [[mover]], [[author]], κακῶν Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσηγητής Medium diacritics: εἰσηγητής Low diacritics: εισηγητής Capitals: ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: eisēgētḗs Transliteration B: eisēgētēs Transliteration C: eisigitis Beta Code: ei)shghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who brings in, author, τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48, cf. Hyp.Epit.3, Arist.Ath.27.4, Aeschin.1.172, Ph. 1.103, al., Luc.Anach.14, etc.

German (Pape)

[Seite 743] ὁ, der Einführer; ἐπιτηδευμάτων Luc. Anach. 14; der Veranlasser, Urheber, κακῶν Thuc. 8, 48; τοιούτων ἔργων καὶ διδάσκαλος Aesch. 1, 172; καὶ σύμβουλος Plut. educ. lib. 14.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰσηγούμενος, προτείνων, αἴτιος, κακῶν τινι Θουκ. 8. 48· πρβλ. Αἰσχίν. 24. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
anc. att. ἐσηγητής;
qui introduit, qui est la cause de, auteur.
Étymologie: εἰσηγέομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἐσ- Th.8.48
1 inductor, instigador c. gen. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.l.c., μοχθηρῶν ... ἐθῶν Lycurg.Fr.63, cf. Aeschin.1.172, τοῦ τολμήματος I.AI 17.157, τῆς πρὸς ἀλλήλους φιλίας D.C.46.28.2, cf. 52.41.2.
2 introductor, fundador, iniciador c. gen. καλῶν ἔργων εἰ. ... θεός D.S.2.38, τοῦτων el canto y el baile por parte de Sileno, D.S.4.4.3, cf. I.Ap.293, Corp.Herm.Fr.23.68, τοῦ σιτωνικοῦ ταμιείου IG 22.3504.2 (I a./d.C.), (τῶν σκωμμάτων) Luc.Nau.19, τοῦ δόγματος Plu.2.620b, cf. Origenes Princ.4.1.1, c. gen. y dat. de pers. ἀρίστων ἡμῖν μαθημάτων εἰ. Cyr.Al.Luc.1.27.17.
3 consejero, inspirador de un político, un rey, etc. τῶν πολλῶν εἰ. ... τῷ Περικλεῖ consejero de Pericles en la mayoría de las cosas Arist.Ath.27.4, cf. D.S.1.73, τῆς ... προαιρήσεως εἰ. τῇ πόλει ἐγένετο Hyp.Epit.3, ἐπιτηδευμάτων ὠφελίμων de Solón, Luc.Anach.14, (βασιλεύς) νόμων ... ἀνομίας ἐστὶν εἰ. Ph.1.103, cf. 2.281.
4 en el Egipto rom. proponente ante el senado local de resoluciones o candidatos a cubrir puestos POxy.1416.1, Stud.Pal.20.60.17, SB 10734.8 (todos III d.C.), POxy.3187.11 (III/IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής)
αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
2. ο δικαστής, μέλος πολυμελούς δικαστηρίου, στον οποίο χρεώνεται δικογραφία να τή μελετήσει και να συντάξει εισήγηση
3. στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος που εκτελεί χρέη τακτικού ανακριτή
4. βαθμός της υπαλληλικής ιεραρχίας μεταξύ γραμματέως α' τάξεως και τμηματάρχη β' τάξεως
αρχ.
1. πρωτεργάτης, πρωταίτιος
2. αυτός που πρώτος εισάγει ή καθιερώνει κάτι.

Greek Monotonic

εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που εισάγει, εισηγητής, πρωταίτιος, κακῶν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσηγητής: староатт. ἐσηγητής, οῦ ὁ зачинщик, зачинатель, виновник (κακῶν Thuc.; τοιούτων ἔργων Aeschin.; μοχθηρῶν ἐθῶν Plut.; ἐπιτηδευμάτων Luc.).

Middle Liddell

εἰσηγητής, οῦ, [from εἰσηγέομαι
one who brings in, a mover, author, κακῶν Thuc.