ζωστός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] omgord, rondom ingesnoerd.
|elnltext=ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] omgord, rondom ingesnoerd.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζωστός]], ή, όν [[ζώννυμι]]<br />[[girded]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωστός Medium diacritics: ζωστός Low diacritics: ζωστός Capitals: ΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: zōstós Transliteration B: zōstos Transliteration C: zostos Beta Code: zwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A girded, ὑπένδυμα Plu.Alex.32, cf.X.Eph.1.2, Hsch.s.v. ζῶστρα.

German (Pape)

[Seite 1145] gegürtet, umzugürten, ἐπένδυμα Plut. Al. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστός: -ή, -όν, (ζώννυμι) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
serré autour du corps.
Étymologie: adj. verb. de ζώννυμι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωστός, -ή, -όν)
ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή
τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε -τός του ρ. ζώννυμι που αντιστοιχεί στο αβεστ. yā-sta-, λιθ. juostas και ανάγεται σε IE iōs-tos «ζωσμένος»].

Greek Monotonic

ζωστός: -ή, -όν (ζώννυμι), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει ζώνη ή λωρίδα υφάσματος γύρω από τη μέση του, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζωστός: [adj. verb. к ζώννυμι надеваемый на талию, опоясывающий (ἐπένδυμα τῶν Σικελικῶν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] omgord, rondom ingesnoerd.

Middle Liddell

ζωστός, ή, όν ζώννυμι
girded, Plut.