βάσκανος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(1b) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βάσκᾰνος:''' <b class="num">1)</b> завистливый, злобный Arph., Plat., Dem., Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> клевещущий Arph., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> наводящий злые чары Anth.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> завистник Dem.;<br /><b class="num">2)</b> клеветник Dem.;<br /><b class="num">3)</b> насылатель злых чар Anth. | |elrutext='''βάσκᾰνος:''' <b class="num">1)</b> завистливый, злобный Arph., Plat., Dem., Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> клевещущий Arph., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> наводящий злые чары Anth.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> завистник Dem.;<br /><b class="num">2)</b> клеветник Dem.;<br /><b class="num">3)</b> насылатель злых чар Anth. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ον<br />Grammatical information: adj. und subst. m.<br />Meaning: <b class="b2">one who bewitches, sorcerer, slanderer</b> (Att.).<br />Derivatives: <b class="b3">βασκανία</b>, <b class="b3">βασκάνιον</b> [[bewitching]], [[witchcraft]]; <b class="b3">βασκοσύνη</b> <b class="b2">id.</b> (Poet. <b class="b2">de herb</b>., mag. Pap.), for <b class="b3">βασκ(αν)οσύνη</b>. Denom. <b class="b3">βασκαίνω</b> [[bewitch]] .<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.?<br />Etymology: Connected with <b class="b3">βάσκειν λέγειν</b>, <b class="b3">κακολογεῖν</b> and further with [[βάζω]] (q. v.). But <b class="b3">βάσκειν</b> as <b class="b3">κακολογεῖν</b> may have been influenced by <b class="b3">βάσκανος</b>. DELG finds the meaning too general. Kretschmer Einleitung 248 n. 4, thinks of a Thraco-Illyr. representative of <b class="b3">φημί</b>, <b class="b3">φάσκω</b>, which is semantically as weak. - One also tries to connect Lat. [[fascinum]]; it cannot be a loan from Greek. The central meaning may have been [[bind]]. The word may be a European substratum word. Cf. [[βασκευταί]], <b class="b3">βάσκιοι</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:01, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A one who bewitches, sorcerer, as a term of abuse, D.21.209, Men.Pk.279, Str. 14.2.7; β. καὶ φθοροποιός St.Byz. s.v. Θίβα. 2 slanderer, D.18.132, Vett.Val.358.5. II Adj. βάσκανος, ον, slanderous, malicious, Ar.Eq.103, Pl.571; ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον D.18.242, cf. Str.14.1.22; δύσκολος καὶ β. Plu.Fab.26; β. πρᾶγμα . . ποιοῦντες D. 18.317; β. ἔσσ', Ἀΐδα Erinna 6.3; κώμων β. ἐστι λίθος AP9.756 (Aemil.); μ' ὁ β. ἥρπασε δαίμων Epigr.Gr.345; freq. in sepulchral inscriptions, IG14.1362, etc.: Sup. -ώτατος Com.Adesp.359. Adv. -νως J.AJ11.4.9, Porph.VP53. 2 β. ὀφθαλμός evil eye, Plu.2.680c, cf. Alciphr.1.15.
German (Pape)
[Seite 438] ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 (App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).
Greek (Liddell-Scott)
βάσκᾰνος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, φθονερός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 103, Πλ. 571· ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον Δημ. 307.20· βάσκανον…πρᾶγμα ποιοῦντες ὁ αὐτ. 330.24· βάσκανος ἔσσ’, Ἀΐδα Ἤριννα 6· με β. ἥρπασε δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 3715, καὶ συχν. ἐν ἐπιτυμβ. ἐπιγραφαῖς ὡς ἐν 6200, 6315, γραφόμενον βάσκαινος ἐν 2059.31· - ὑπερθ. –ώτατος, Κωμ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 4.671. - Ἐπίρρ. –νως Ἰωσήπ. Α.Ι.11.4,9.
ΙΙ). ὡς οὐσιαστ., κακολόγος, ὑβριστἠς, διαβολεύς, ὡς τὸ συκοφάντης, Δημ. 271.10. 2) μάγος, γόης, ὁ αὐτ. 582.1 (ἴδε ἐν λ. ὄλεθρος), Στράβ. 654.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui regarde d’un mauvais œil, qui jette un sort;
2 curieux, jaloux;
3 dénigrant, médisant, calomniateur, méchant;
Sp. βασκανώτατος.
Étymologie: DELG plus. étym. hypoth. ; pê apparenté à βάζω.
Spanish (DGE)
(βάσκᾰνος) -ον
I 1maligno, de mal agüero ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18
•de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.
2 envidioso de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.Geog.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.Catech.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.Or.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, δαίμων Fauorin.Fr.18, Philostr.Her.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα AP 7.712 (Erinn.), δαίμων IApameia 28.1 (I/II d.C.), Bithynische St.3.14.4 (imper.), IUrb.Rom.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος AP 9.756 (Aemil).
3 maldiciente, calumniador σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente Ar.Pl.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.VS 577.
4 malicioso, malvado de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε Com.Adesp.359, δύσκολος ἀνὴρ καὶ β. Plu.Fab.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.Fr.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.
II subst. ὁ, ἡ β.
1 hechicero, que practica el mal de ojo Aristaenet.1.25.29, Suppl.Mag.6.9.
2 el calumniador Ar.Eq.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese D.18.132.
3 truhán, sinvergüenza, malvado τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes! D.21.209, cf. Men.Pc.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado, e.e. el mal de ojo, SB 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).
III adv. -ως
1 por envidia, envidiosamente οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.AI 11.114, cf. Eun.VS 455.
2 maldicientemente ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.VP 53.
3 maliciosamente οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.VA 7.35.
• Etimología: Se rel. gener. c. lat. fascinus deriv. de fascis y a su vez c. gr. βασκευταί y βάσκιοι q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βάσκανος, -ον)
1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα»)
2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει
αρχ.
1. κακολόγος, υβριστής
2. συκοφάντης, διαβολεύς
3. μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος αποτελεί ρηματικό όνομα του βάσκω «λέγω, κακολογώ» (Ησύχ.), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο βάζω (III) «λέγω, μιλώ». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «κακολογώ» του ρ. βάσκω να έχει προέλθει από παρετυμολογική σύνδεση προς το βάσκανος. Τέλος, εάν η λ. βάσκανος χρησιμοποιόταν στη μαγεία, τότε προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των φημί, φάσκω, λατ. for (ινδοευρ. bhā «μιλώ»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία σχέση μεταξύ του ελλ. τ. και του λατ. fascinus, -i (ή fascinum, -i), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. fascis «δέσμη», γιατί σχετιζόταν με μία μαγική τελετή, κατά την οποία δενόταν σφιχτά το θύμα].
Greek Monotonic
βάσκᾰνος: -ον, I. αυτός που μαγεύει, μοχθηρός, δυσφημιστικός, κακόβουλος, σε Αριστοφ., Δημ.
II. 1. ως ουσ., κακολόγος, υβριστής, πλανευτής, στον ίδ.
2. μάγος, γόης, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βάσκᾰνος: 1) завистливый, злобный Arph., Plat., Dem., Plut., Anth.;
2) клевещущий Arph., Dem.;
3) наводящий злые чары Anth.
II ὁ
1) завистник Dem.;
2) клеветник Dem.;
3) насылатель злых чар Anth.
Frisk Etymological English
-ον
Grammatical information: adj. und subst. m.
Meaning: one who bewitches, sorcerer, slanderer (Att.).
Derivatives: βασκανία, βασκάνιον bewitching, witchcraft; βασκοσύνη id. (Poet. de herb., mag. Pap.), for βασκ(αν)οσύνη. Denom. βασκαίνω bewitch .
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.?
Etymology: Connected with βάσκειν λέγειν, κακολογεῖν and further with βάζω (q. v.). But βάσκειν as κακολογεῖν may have been influenced by βάσκανος. DELG finds the meaning too general. Kretschmer Einleitung 248 n. 4, thinks of a Thraco-Illyr. representative of φημί, φάσκω, which is semantically as weak. - One also tries to connect Lat. fascinum; it cannot be a loan from Greek. The central meaning may have been bind. The word may be a European substratum word. Cf. βασκευταί, βάσκιοι.