δοκιμή: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1b) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δοκῐμή:''' ἡ<b class="num">1)</b> испытание, бедствие (ἐν [[πολλῇ]] δοκιμῇ θλίψεως NT);<br /><b class="num">2)</b> проверка, доказательство (δοκιμὴν ζητεῖν τινος NT): [[ἵνα]] [[γνῶ]] τὴν δοκιμὴν [[ὑμῶν]] NT чтобы мне испытать вас. | |elrutext='''δοκῐμή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> испытание, бедствие (ἐν [[πολλῇ]] δοκιμῇ θλίψεως NT);<br /><b class="num">2)</b> проверка, доказательство (δοκιμὴν ζητεῖν τινος NT): [[ἵνα]] [[γνῶ]] τὴν δοκιμὴν [[ὑμῶν]] NT чтобы мне испытать вас. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A proof, test, interpol. in Dsc.4.184. 2 tried or approved character, Ep.Phil.2.22, cf. 2 Ep.Cor. 2.9.
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμή: ἡ, δοκιμασία, ἐξέτασις, Διοσκ. 4. 186. 2) χαρακτὴρ δεδοκιμασμένος, Λατ. probitas, Κ. Δ. Ἐπ. π. Φιλ. β΄, 22, πρβλ. 2 π. Κορ. β΄, 9.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 épreuve, essai, expérience;
2 indice probant, preuve;
3 caractère éprouvé, fidélité ou foi éprouvée.
Étymologie: δόκιμος.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 piedra de toque ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31
•prueba, demostración ἡ δὲ δ. τοιαύτη Dsc.4.184 (cód.), ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως 2Ep.Cor.8.2, ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ ya que buscáis una prueba de que Cristo habla en mí 2Ep.Cor.13.3, cf. Gr.Naz.M.35.464B, διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου δοκιμῆς Eus.DE 3.6, cf. Hom.Clem.3.3, Cat.Cod.Astr.10.67.7
•c. el sent. crist. de prueba, aflicción enviada por Dios para probar la fe χήρα ἐν δοκιμῇ πολλῇ Pion.V.Polyc.27.
2 virtud probada, entereza τὴν δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε de Timoteo Ep.Phil.2.22, ἡ δ' ὑπομονὴ δοκιμήν (κατεργάζεται), ἡ δὲ δ. ἐλπίδα Ep.Rom.5.4, cf. 2Ep.Cor.2.9.
3 aprobación μετὰ δοκιμῆς ἐπιδεῖξαι τὸ ὑποκείμενον Lyd.Mag.3.2.
English (Strong)
from the same as δόκιμος; test (abstractly or concretely); by implication, trustiness: experience(-riment), proof, trial.
English (Thayer)
δοκιμῆς, ἡ (dokimos];);
1. in an active sense, a proving, trial: θλίψεως, through affliction, approvedness, tried character: τῆς διακονίας, exhibited in the contribution, a specimen of (Dioscorides (100 A.D.>?) 4,186 (183); occasionally in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
η (AM δοκιμή) δόκιμος
1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος
2. απόδειξη
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα
2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την καταλληλότητά τους
3. επαλήθευση, έλεγχος μαθηματικών πράξεων
4. φυσική ή χημική εξέταση για να προσδιοριστούν οι ιδιότητες κάποιου σώματος
5. δοκιμαστικός έλεγχος μηχανής ή συσκευής για να κριθεί η κατασκευή και η αντοχή της
μσν.- νεοελλ.
απόπειρα
μσν.
1. τέχνασμα
2. πραγμάτωση, πραγματοποίηση
αρχ.
δοκιμασμένος χαρακτήρας.
Greek Monotonic
δοκιμή: ἡ, απόδειξη, δοκιμασία, εξέταση, δοκιμασμένος χαρακτήρας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμή: ἡ
1) испытание, бедствие (ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως NT);
2) проверка, доказательство (δοκιμὴν ζητεῖν τινος NT): ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν NT чтобы мне испытать вас.