μυκτηρίζω: Difference between revisions
(3) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μυκτηρίζω:''' насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. быть предметом насмешек NT. | |elrutext='''μυκτηρίζω:''' насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. быть предметом насмешек NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μυκτηρίζω]], [from [[μυκτήρ]]<br />to [[turn]] up the [[nose]] or [[sneer]] at:—Pass. to be mocked, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A turn up the nose, sneer at, Lys.Fr.323 S., LXX Pr.1.30, al., S.E.M.1.217:—Pass., to be mocked, LXX Je.20.7: hence, to be outwitted, Ep.Gal.6.7. II bleed at the nose, Hp.Epid.7.123.
German (Pape)
[Seite 216] naserümpfen, verspotten, verhöhnen, Lys. bei Poll. 2, 78 u. Sp.; im pass. auch N. T., sich verspotten lassen. Vgl. S. Emp. adv. gramm. 217.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηρίζω: ἐμπαίζω στρέφων τὴν ῥῖνα, «ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν» Λυσίας παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, Λατ. naso adunco suspendere, χλευάζω, καταγελῶ, Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 217· ― Παθ., χλευάζομαι, σκώπτομαι, ἐμπαίζομαι, πρὸς Γαλάτ. ϛʹ, 7. ΙΙ. πάσχω αἱμορραγίαν τῆς ῥινός, Ἱππ. 1240D.
French (Bailly abrégé)
1 saigner du nez;
2 se moquer, railler.
Étymologie: μυκτήρ.
English (Strong)
from a derivative of the base of μυκάομαι (meaning snout, as that whence lowing proceeds); to make mouths at, i.e. ridicule: mock.
English (Thayer)
(μυκτήρ the nose); present passive 3rd person singular μυκτηρίζεται; properly, to turn up the nose or sneer at; to mock, deride: τινα, passive οὐ μυκτηρίζεται, does not suffer himself to be mocked, לָעַג, נָאַץ, בָּזָה, Clement of Rome, 1 Corinthians 39,1 [ET] (and Harnack's note)). Sextus Empiricus, adverb math. i. 211 (p. 648,11edition Bekker).) (Compare: ἐκμυκτηρίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) μυκτήρ
χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τους μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τους δικαιώσει», Παπαντ.)
αρχ.
1. πάσχω από αιμορραγία της μύτης, τρέχει αίμα από τη μύτη μου
2. παθ. μυκτηρίζομαι
απατώμαι, εξαπατώμαι («Θεός οὐ μυκτηρίζεται», ΚΔ).
Greek Monotonic
μυκτηρίζω: χλευάζω στρέφοντας τα ρουθούνια της μύτης μου, σαρκάζω — Παθ., είμαι αντικείμενο εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μυκτηρίζω: насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. быть предметом насмешек NT.
Middle Liddell
μυκτηρίζω, [from μυκτήρ
to turn up the nose or sneer at:—Pass. to be mocked, NTest.