συμπάρειμι: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπαρειμι (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); to be [[present]] [[together]]: τίνι, [[with]] [[one]], [[Hippocrates]] (430 B.C.>), [[Xenophon]], [[Demosthenes]], others.))  
|txtha=(T WH συνπαρειμι (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); to be [[present]] [[together]]: τίνι, [[with]] [[one]], [[Hippocrates]] (430 B.C.>), [[Xenophon]], [[Demosthenes]], others.))  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]] [[μαζί]] με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> (για πλανήτη) [[κατέχω]] [[θέση]] [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>5.</b> παρίσταμαι ως [[συνήγορος]]<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ως [[αντιπρόσωπος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πάρειμι]] (ΙΙ) «[[παρευρίσκομαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[πορεύομαι]] συγχρόνως [[κοντά]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πάρειμι]] (Ι) «[[παρέρχομαι]], [[περνώ]] από [[κοντά]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάρειμι Medium diacritics: συμπάρειμι Low diacritics: συμπάρειμι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΙΜΙ
Transliteration A: sympáreimi Transliteration B: sympareimi Transliteration C: sympareimi Beta Code: sumpa/reimi

English (LSJ)

(εἰμί

   A sum) to be present also or at the same time, Hp.VM17, And.1.12, X.Lac.2.2, 12.3, etc.; freq. in Pap., PSI5.509.8 (iii B.C.), etc.; of a desire, Sor.1.38; of planets, occupy a position together, Vett.Val.60.21.    2 stand by, come to help, τινι X.HG4.6.1; ἐν ἔργοις Phld.Piet.37; of an advocate, D.24.158; act as one's representative, PRyl.120.3 (ii A.D.), etc.
συμπάρ-ειμι, (εἶμι

   A ibo) march beside together, impf. συμπαρῄει, X.HG2.1.28, Aeschin.2.111.

German (Pape)

[Seite 985] (s. εἶμι), mit darauflosgehen, ξυμπαρῄει Xen. Hell. 2, 1, 28. (s. εἰμί), mit od. zugleich dasein, Xen. Hell. 7, 1, 5 Lac. 12, 3 u. öfter; auch = zu Hülfe kommen, Hell. 4, 6, 1; öfter bei Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ὡσαύτως ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16.

French (Bailly abrégé)

11 être présent aussi ou en même temps;
2 venir au secours de, assister, τινι.
Étymologie: σύν, πάρειμι¹.
2impf. συμπαρῄειν, f. συμπάρειμι, etc.
s’avancer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, πάρειμι².

English (Strong)

from σύν and πάρειμι; to be at hand together, i.e. now present: be here present with.

English (Thayer)

(T WH συνπαρειμι (cf. σύν, II. at the end)); to be present together: τίνι, with one, Hippocrates (430 B.C.>), Xenophon, Demosthenes, others.))

Greek Monolingual

(I)
Α
1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ)
2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως
3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.)
4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση μαζί με κάποιον άλλον
5. παρίσταμαι ως συνήγορος
6. ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (ΙΙ) «παρευρίσκομαι»].———————— (II)
Α
πορεύομαι συγχρόνως κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (Ι) «παρέρχομαι, περνώ από κοντά»].

Greek Monotonic

συμπάρειμι: (εἰμί, Λατ. sum),
1. παρίσταμαι, παρευρίσκομαι επίσης ή συγχρόνως, είμαι κι εγώ παρών, σε Ξεν. κ.λπ.
2. στέκομαι στο πλάι, σπεύδω να βοηθήσω, τινι, στον ίδ., σε Δημ.
συμπάρειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), πορεύομαι στο πλάι επίσης ή μαζί με άλλους, προσέρχομαι, γʹ ενικ. παρατ. συμπαρῄει, σε Ξεν., Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπάρειμι [σύν, 1. πάρειμι] mede aanwezig zijn. bijstaan, helpen, met dat.
συμπάρειμι [σύν, 2. πάρειμι] tegelijk langs (de kust) optrekken.

Russian (Dvoretsky)

συμπάρειμι: εἶμι продвигаться вместе, сопровождать, сопутствовать: ξυμπαρῄει καὶ Θώραξ τὸ πεζὸν ἔχων Xen. (Лисандру) сопутствовал Торак с пехотой; σ. ἐφ᾽ ἵππου Aeschin. сопровождать верхом.
εἰμί
1) присутствовать, быть в наличии: αὐτῶν τινες συμπαρόντες Xen. из которых кое-кто (был) налицо; οἱ συμπαρόντες ἡμῖν NT присутствующие здесь;
2) оказывать помощь, помогать (τινι Xen.);
3) (о судебном защитнике) вести защиту, защищать (τινι Dem.).