φοῖβος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοῖβος:''' <b class="num">1)</b> чистый, светлый ([[ὕδωρ]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> сияющий, сверкающий (ἡλίου [[φλόξ]] Aesch.). | |elrutext='''φοῖβος:''' <b class="num">1)</b> чистый, светлый ([[ὕδωρ]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> сияющий, сверкающий (ἡλίου [[φλόξ]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φοῖβος]], η, ον [prob. from [[φάος]]<br /><b class="num">I.</b> [[bright]], [[radiant]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[prop]]. n., [[Φοῖβος]], [[Phoebus]], i. e. the [[bright]] or [[pure]]: Hom. [[commonly]] joins [[Φοῖβος]] [[Ἀπόλλων]], but also has [[Φοῖβος]] [[alone]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον (accented φοιβάν in B.12.139 Pap.):—
A pure, bright, radiant, ὕδωρ Hes.Fr.274, Lyc.1009; ἡλίου φοίβῃ φλογί A.Pr.22; αἴγλα B. l.c. II as pr. n., Φοῖβος, ὁ, Phoebus, i.e. the Bright or Pure, an old epith. of Apollo, Φ. Ἀπόλλων Il.1.43, al.; rarely inverted, Ἀπόλλων φοῖβος 20.68, Hes.Fr.194: then alone as pr. n., Il.1.443, Alcm.61, etc. 2 prophet, BCH55.85 (Panamara).
German (Pape)
[Seite 1295] rein, klar, leuchtend, glänzend; ἡλίου φοίβη φλόξ Aesch. Prom. 22; φοῖβον ὕδωρ Hes. frg. 78; Lycophr. 1009. – S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
φοῖβος: -η, -ον, (ἴδε ἐν τέλει)· καθαρός, ἁγνός, διαυγής, λαμπρός, ὕδωρ Ἡσ. Ἀποσπ. 78, Λυκόφρ. 1009· ἡλίου φοίβῃ φλογὶ Αἰσχύλ. Πρ. 22· ὄνειρον Ἀλκμὰν 45. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα Φοῖβος, ὁ, ὁ καθαρός, ὁ ἁγνός, ὁ λάμπων, ἀρχαῖον ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅπερ κατέστη κύρ. ὄνομα (πρβλ. Φοίβη)· ὁ Ὅμηρος συνήθ. συνάπτει Φοῖβος Ἀπόλλων, ἀλλ’ ἔχει καὶ μόνον Φοῖβος Ἰλ. Α. 443., Ο. 221, κ. ἀλλ.· σπανίως ἀντιστρέφεται ἡ τάξις Ἀπόλλων Φοῖβος Π. 68, Ἡσ. παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Δ. 232. Ἀλλὰ τὸ Ὁμηρικὸν Φοῖβος δὲν σημαίνει τὸν θεὸν Ἥλιον, διότι τὸν χαρακτῆρα τοῦτον προσέλαβεν ὁ Ἀπόλλων πολλῷ ὕστερον· τὸ ὄνομα Φοῖβος ἀναφέρεται μᾶλλον εἰς τὴν λαμπρότητα τῆς νεότητος, πρβλ. Müller Dor. 2. 6, 7. (Πιθαν. ἐκ τοῦ φάος, φαῦος (ὅ ἐστι φάϝος), ὥστε τὸ β παριστάνει ϝ· ἐντεῦθεν φοιβάω, φοιβάζω, ἅπερ σημαίνουσιν ὁτὲ μὲν τὸ καθαίρω, ὁτὲ δὲ τὸ προφητεύω.)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
clair, brillant.
Étymologie: apparenté à φάος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. Φοίβος.
Greek Monotonic
φοῖβος: -η, -ον (πιθ. από το φάος)·
I. καθαρός, αγνός, σε Αισχύλ.
II. ως κύριο όνομα, Φοῖβος, ὁ, Φοίβος, δηλ. καθαρός ή αγνός· ο Όμηρ. πολλές φορές συνάπτει, Φοῖβος Ἀπόλλων, αλλά έχει επίσης και Φοῖβος μόνο του.
Russian (Dvoretsky)
φοῖβος: 1) чистый, светлый (ὕδωρ Hes.);
2) сияющий, сверкающий (ἡλίου φλόξ Aesch.).
Middle Liddell
φοῖβος, η, ον [prob. from φάος
I. bright, radiant, Aesch.
II. as prop. n., Φοῖβος, Phoebus, i. e. the bright or pure: Hom. commonly joins Φοῖβος Ἀπόλλων, but also has Φοῖβος alone.