δύσχρηστος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δύσχρηστος:''' <b class="num">1)</b> негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный ([[στράτευμα]] Xen.; [[μέθοδος]] Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. [[στρατιώτης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> непокорный, норовистый ([[ἵππος]] Plut.). | |elrutext='''δύσχρηστος:'''<br /><b class="num">1)</b> негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный ([[στράτευμα]] Xen.; [[μέθοδος]] Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. [[στρατιώτης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> непокорный, норовистый ([[ἵππος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar. | |elnltext=δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 6 January 2019
English (LSJ)
ον, (χράομαι)
A hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ . . δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δ. ἐξουσία hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. -τως, διακεῖσθαι to be in difficulties, unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δ. ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολος ἡ χρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; en parl. de choses dont l’usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de usar ἡ ἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers. (ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστιν LXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.Aph.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21
•neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.Alex.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, (ἀσπίς) δ. ἐν [ὕδασιν Sch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.
II adv. -ως
1 con molestia, incómodamente δ. ... ζυ] γομαχῶν τοῦτον Men.Dysc.249
•con dificultad δ. ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δ. Posidonius 1.
2 de manera inservible νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. χρησίμως Str.17.2.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός του οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.
Greek Monotonic
δύσχρηστος: -ον (χράομαι), δύσκολος στη χρήση, σχεδόν άχρηστος, ανώφελος, σε Ξεν.· απείθαρχος, ανυπάκουος, στον ίδ.· επίρρ. -τως ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολία, ενόχληση, δυσφορία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσχρηστος:
1) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный (στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.);
2) непокорный, норовистый (ἵππος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar.