κανθός: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κανθός -οῦ, ὁ ooghoek; uitbr. oog.
|elnltext=κανθός -οῦ, ὁ ooghoek; uitbr. oog.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">corner of the eye</b> (Arist., Nic., Gal.); poet. [[eye]] (hell.); acc. to H. also <b class="b2">opening in the roof for the smoke, Rauchfang, καπνοδόκη</b> and [[pot]], [[kettle]], [[χυτρόπους]] (the last Sicilian).<br />Derivatives: From here the hypostasis <b class="b3">ἐγκάνθιος</b> <b class="b2">which is in the κανθός</b> (Dsc., Gal.) with <b class="b3">ἐγκανθίς</b> f. <b class="b2">tumour in the inner angle of the eye</b> (Cels., Gal.), acc. to Poll. 2, 71 = <b class="b2">inner corner of the eye</b>; also <b class="b3">ἐπικανθίς</b> <b class="b2">id.</b> (Hippiatr., v. l. in Poll. l. c.). Deriv. <b class="b3">κανθώδης</b> [[rounded]] (Call. Fr. 504 coni. Hemsterhuys; codd. <b class="b3">καθν-</b>, <b class="b3">κυκν-</b>).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Not well explained. From <b class="b3">κανθώδης</b> in Callimachos to conclude to a original meaning <b class="b2">curve\/-ing</b> is not allowed. - One compares Celtic words, e. g. Welsh [[cant]] <b class="b2">iron band, brim</b>, Gall. (Gallo-Rom.) <b class="b2">*cantos</b>, and a Panslavic word for <b class="b2">corner, angle (of a farm) etc.</b>, e. g. Russ. [[kut]], all from IE. <b class="b2">*kan-tho-</b> from a root IE. <b class="b2">kam-</b> in <b class="b3">καμάρα</b>, <b class="b3">κάμπτω</b>, but this root is not given in Pok. and [[κάμπτω]] (s.v.) is Pre-Greek. Thee comparison is not without poblems, first because Gr. <b class="b3">-θ-</b> remains unexplained, second because the Slavic words are suspected to come from the west (s. below). From Celtic comes Lat. [[cantus]] <b class="b2">iron band (of a wagon wheel)</b>, from where the Romanic words for <b class="b2">brim, corner etc.</b> (Fr. [[chant]] etc.) and Germanic, NHG [[Kante]], which are irrelevan here. - Speculative Belardi Rend. Acc. Lincei 8 : 9, 610ff. (also Doxa 3, 209); his material must be sifted. - Cf. Pok. 526f.), W.-Hofmann s. [[cantus]], Vasmer Russ. et. Wb. s. [[kut]]. - So there is no IE etymology; and an IE pre-form is impossible (<b class="b2">*kh₂n̥dh-</b> would hace given <b class="b3">*καθ-</b>). So the word is Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 01:50, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθός Medium diacritics: κανθός Low diacritics: κανθός Capitals: ΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: kanthós Transliteration B: kanthos Transliteration C: kanthos Beta Code: kanqo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A corner of the eye, Arist.HA491b23, PA657b18, Nic.Th. 673, CPR29.10 (ii A.D.).    2 poet., eye, Call.Fr.150, Cerc.7.2, IG12(9).954.8 (Chalcis), Supp.Epigr.3.543 (Philippopolis, iii(?) B.C.), AP6.62 (Phil.), 5.218 (Paul. Sil.), Moschio Trag.9.9, Opp.C. 4.118, etc.    II tyre of a wheel, Edict.Diocl.15.36, EM364.29, Sch. Il.5.725.    III chimney, Hsch.    IV pot, pan, Id. (Lat. cantus (in signf. 11) is said to be African or Spanish by Quint.1.5.8.)

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ, der Augenwinkel; οἷς ἂν ὦσιν οἱ κανθοὶ μακροί, κακοήθους σημεῖον Arist. physiogn.; H. A. 1, 9 κοινὸν τῆς βλεφαρίδος μέρος τῆς ἄνω καὶ κάτω κανθοὶ δύο; Nic. Th. 673 κανθῷ ἐνὶ ῥαντῆρι, wo der Schol. es durch ῥάμφος erkl. Poetisch übh. das Auge, δειμαίνοντες ἄνακτος ἑοῦ πυριλαμπέα κανθόν Opp. Cyn. 4, 118; φυλάκων παναγρεὺς κ. Paul. Sil. 1 (V, 219); ἐπεὶ γήρᾳ κανθὸς ἐπεσκέπετο, da das Auge vor Alter dunkel wurde, Philp. 17 (VI, 62), wofür er 16 (VI, 92) sagt γήρᾳ κανθὸν ἐζοφωμένος. – Nach Schol. Il. 5, 724 heißen auch die eisernen Reisen um das Rad so; vgl. E. M. 364, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κανθός: ὁ, ἡ γωνία τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 2, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1, Νικ. Θηρ. 673· «τῶν βλεφάρων τὰ ἑκατέρωθεν ἄκρα κανθοί, ὧν αἱ ῥίζαι ἐγκανθίδες» Πολυδ. Β΄, 71: - ποιητικῶς, ὁ ὀφθαλμός, Καλλ. Ἀποσπ. 150, Μοσχίων παρὰ Στοβ. 561.43, Ὀππ. Κυν. 4. 118, κτλ. ΙΙ. = ἐπίσωτρον, δηλ. ἡ μεταλλίνη στεφάνη τοῦ τροχοῦ, Λατ. canthus, Ἐτυμ. Μ. 364. 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ε. 724· πρβλ. Persius 5.71, Loring ἐν Hell. J. 11, σ.311. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ κύκλος. καὶ ἀναπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐν τοῖς ἰπνοῖς. τινὲς δὲ καὶ καπνοδόχην. καὶ μήποτε οἱ χυτρόποδες. Σικελοί. καὶ εἰς ὃ τὰς κάχρυς φρύγουσιν».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 le coin de l’œil où se forment les larmes;
2 cercle de fer qui entoure une roue, jante.
Étymologie: DELG gall. cant « cercle de fer » ; cf. κάνθαρος.

Greek Monolingual

ο (Α κανθός)
ανατ. η εξωτερική γωνία του ματιού την οποία σχηματίζουν το πάνω και κάτω χείλος τών βλεφάρων, η κόχη του ματιού (α. «έσω» ή «μέγας κανθός» — ο προς τη μύτη κανθός
β. «έξω» ή «μικρός κανθός» — ο αντίθετος προς έσω κανθός)
νεοελλ.
ναυτ. τριγωνική εντομή στην τρόπιδα της στείρας ή του ποδοστήματος ξύλινου πλοίου
αρχ.
1. η μετάλλινη στεφάνη του τροχού, το επίσωτρο
2. (κατ' επέκτ., ποιητ.) το μάτικανθός
ὁ τοῡ ὀφθαλμοῡ κύκλος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. cant «σιδερένια στεφάνη» (< γαλατ. cantas) και με το ρωσ. Kut «γωνία», οπότε ανάγεται σε IE qan-tho «καμπή, γωνία» < qam-p «κάμπτω». Έτσι ίσως το κάνθων (ονομασία του γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του κανθός με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται κάτω από το βάρος του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως πρόβλημα φωνητικό ως προς την αντιπροσώπευση του IE -th- από το ελλ. -θ-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ -dh- και όχι σε άηχο. Κατ' άλλη άποψη, το θ. κανθ- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, οπότε το κανθός θα μπορούσε και πάλι να συνδεθεί με τα κάνθαρος, κανθήλια, κάνθων. Στην περίπτωση αυτή, η σημασία «μεταλλική στεφάνη» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. κανθός, που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. (πρβλ. λατ. cantus «σιδερένια στεφάνη»), η οποία με τη σειρά της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική (πρβλ. το προαναφερθέν γαλατ. cantos)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανθός -οῦ, ὁ ooghoek; uitbr. oog.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: corner of the eye (Arist., Nic., Gal.); poet. eye (hell.); acc. to H. also opening in the roof for the smoke, Rauchfang, καπνοδόκη and pot, kettle, χυτρόπους (the last Sicilian).
Derivatives: From here the hypostasis ἐγκάνθιος which is in the κανθός (Dsc., Gal.) with ἐγκανθίς f. tumour in the inner angle of the eye (Cels., Gal.), acc. to Poll. 2, 71 = inner corner of the eye; also ἐπικανθίς id. (Hippiatr., v. l. in Poll. l. c.). Deriv. κανθώδης rounded (Call. Fr. 504 coni. Hemsterhuys; codd. καθν-, κυκν-).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not well explained. From κανθώδης in Callimachos to conclude to a original meaning curve\/-ing is not allowed. - One compares Celtic words, e. g. Welsh cant iron band, brim, Gall. (Gallo-Rom.) *cantos, and a Panslavic word for corner, angle (of a farm) etc., e. g. Russ. kut, all from IE. *kan-tho- from a root IE. kam- in καμάρα, κάμπτω, but this root is not given in Pok. and κάμπτω (s.v.) is Pre-Greek. Thee comparison is not without poblems, first because Gr. -θ- remains unexplained, second because the Slavic words are suspected to come from the west (s. below). From Celtic comes Lat. cantus iron band (of a wagon wheel), from where the Romanic words for brim, corner etc. (Fr. chant etc.) and Germanic, NHG Kante, which are irrelevan here. - Speculative Belardi Rend. Acc. Lincei 8 : 9, 610ff. (also Doxa 3, 209); his material must be sifted. - Cf. Pok. 526f.), W.-Hofmann s. cantus, Vasmer Russ. et. Wb. s. kut. - So there is no IE etymology; and an IE pre-form is impossible (*kh₂n̥dh- would hace given *καθ-). So the word is Pre-Greek.