πλανύττω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven. | |elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλᾰνύττω, = πλανάομαι]<br />to [[wander]] [[about]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
French (Bailly abrégé)
errer.
Étymologie: πλάνη.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανύττω [πλάνος] zwerven.