μεστός: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(2) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεστός:''' <b class="num">1)</b> полный, переполненный ([[ὕδατος]], χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> преисполненный (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пресыщенный: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев. | |elrutext='''μεστός:'''<br /><b class="num">1)</b> полный, переполненный ([[ὕδατος]], χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> преисполненный (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пресыщенный: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[full]], [[filled]], [[satiated]] (IA.).<br />Compounds: Also with <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b> a. o. in diff. meanings, first after <b class="b3">ἀνάπλεος</b> etc., also poss. backformation of <b class="b3">ἀνα-μεστοῦσθαι</b> (cf. Strömberg Prefix Studies 91 a. 117).<br />Derivatives: <b class="b3">μεστόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b>, also with <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b2">be filled, fill up</b> (Com., S., Pl. Lg., Arist.) with the late a. rare <b class="b3">μέστωσις</b> [[filling]], [[satiation]], <b class="b3">-ωμα</b> [[filling]]. Also <b class="b3">μέσμα μέστωμα</b> H.; old primary formation independent of <b class="b3">μεστός</b>?<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. By Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 a. o. connected with <b class="b3">μαδάω</b> [[drip]], <b class="b3">μέζεα</b>, <b class="b3">μήδεα</b> <b class="b2">male sexual parts</b> etc., with further acc. to Fick 2, 215 (doubting) Celt., e.g. MIr. [[mess]] (< <b class="b2">*med-tu-</b>) [[gland]]; against connection of <b class="b3">μαδάω</b> WP. 2, 231 (which is impossible). Connection with <b class="b2">med-</b> [[measure]] in <b class="b3">μέδιμνος</b> a. o. has also been proposed (Curtius 243 doubting, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1); very doubtful. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[full]], [[filled]], [[satiated]] (IA.).<br />Compounds: Also with <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b> a. o. in diff. meanings, first after <b class="b3">ἀνάπλεος</b> etc., also poss. backformation of <b class="b3">ἀνα-μεστοῦσθαι</b> (cf. Strömberg Prefix Studies 91 a. 117).<br />Derivatives: <b class="b3">μεστόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b>, also with <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b2">be filled, fill up</b> (Com., S., Pl. Lg., Arist.) with the late a. rare <b class="b3">μέστωσις</b> [[filling]], [[satiation]], <b class="b3">-ωμα</b> [[filling]]. Also <b class="b3">μέσμα μέστωμα</b> H.; old primary formation independent of <b class="b3">μεστός</b>?<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. By Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 a. o. connected with <b class="b3">μαδάω</b> [[drip]], <b class="b3">μέζεα</b>, <b class="b3">μήδεα</b> <b class="b2">male sexual parts</b> etc., with further acc. to Fick 2, 215 (doubting) Celt., e.g. MIr. [[mess]] (< <b class="b2">*med-tu-</b>) [[gland]]; against connection of <b class="b3">μαδάω</b> WP. 2, 231 (which is impossible). Connection with <b class="b2">med-</b> [[measure]] in <b class="b3">μέδιμνος</b> a. o. has also been proposed (Curtius 243 doubting, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1); very doubtful. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A full, ἄγγεα Hom.Epigr.15.5; ἐποίησεν τὴν πόλιν μεστήν Ar.Eq.814; ἔγχεον μεστήν a full cup, Diph.20, cf. Alex.58; μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν Antiph.207.1; of persons, οἶνον πίνεις μ. ὤν Alex.164, cf. Anaxandr.15. II c. gen., full of, ἀργυρίου . . ἀρτάβη μεστή Hdt.1.192; τὸ στόμα . . μεστὸν βδελλέων Id.2.68; μ. ὕδατος Ar. Nu.383; ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου, Id.Pl.806sq.; ὄνος . . οἴνου μ. laden with... Id.V.617; ἱμάτιον κηλίδων μ. Thphr.Char.19.7. 2 metaph., πάντα μ. ἐλπίδων ἀγαθῶν εἶναι X.HG3.4.18; μεστοὶ σπουδῆς, ἀταξίας, Id.Smp.1.13, Mem.3.5.6; πολλῆς ἀνοίας μ. Isoc.5.45; σοφία μ. ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν Ep.Jac.3.17; φόβων καὶ ἐρώτων μ. Pl.R.579b; ἀπάτης μ. Id.Phd.83a, etc.; ἐλευθερίας Id.R.563d; μ. θεάτρου full of theatric pride, i. e. spoilt by applause, Id.Smp.194b; ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας μ. v.l. in D.21.195. b sated with, c. gen., E.IT804; μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ar.Pax554; τινος (of a person) Plu.2.541d: c. part., μ. ἦ θυμούμενος, i. e. had had my fill of anger, S.OC768; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν D.48.28; μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος Id.18.308; also μ. τὸν θυμόν Plu.Alex.13.
German (Pape)
[Seite 141] angefüllt, voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίθων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ ψυχή, Crat. 415 c; θορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' ἤδη μεστὸς ἦν θυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει ὁπηνίκα ὑμεῖς ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Ueberdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν ἤδη τὸν θυμόν, des Zornes satt.
Greek (Liddell-Scott)
μεστός: ή, ον, πλήρης, πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», ἄγγεα Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως ἐπάνω τὸ ποτήριον, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., οἶνον) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. μετὰ γεν., πλήρης τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... ἀρτάβη μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ στόμα... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· ὄνος... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, πλήρης θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος ἕνεκα τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ πλήρης, μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., ὡσαύτως, κεκορεσμένος μέ τι πρᾶγμα, κεχορτασμένος, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω μετὰ μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ θυμός μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· ἐπειδὴ δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - ὡσαύτως, μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein, rempli de, gén. ; avec un part. : μεστὸς ἦ θυμούμενος SOPH j’étais rassasié de ma douleur ; rar. avec un acc. : μεστὸς ὢν τὸν θυμόν PLUT rempli de colère.
Étymologie: adj. verb. de μεθώ.
English (Strong)
of uncertain derivation; replete (literally or figuratively): full.
English (Thayer)
μεστή, μεστόν, from Homer (i. e. Epigr.) down, the Sept. for מָלֵא, full; with the genitive of the thing: properly, Proverbs 6:34).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μεστός, -ή, -όν)
πλήρης, γεμάτος, φορτωμένος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος («το στάρι είναι μεστό»
2. (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος
3. (για πρόσωπα) ηλικιωμένος
4. μτφ. ώριμος πνευματικά
μσν.
συμπαγής, στερεός
αρχ.
1. μτφ. ο κορεσμένος από κάποιο πράγμα, χορτάτος («τὸ δ' Ἄργος αὐτοῡ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεστόν
η μεστότητα, η πληρότητα, το πλήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το ρ. μαδώ και τη λ. μήδεα δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν είναι πειστική η άποψη που συνδέει τη λ. με το θ. μεδ- (μεδ-τός) του μέδ-ι-μνος].
Greek Monotonic
μεστός: -ή, -όν,
I. πλήρης, γεμάτος, εντελώς γεμάτος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. με γεν., γεμάτος από, πλήρης από ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., ἀπάτης, ἀπορίας μεστός, σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, γεμάτος από ένα πράγμα, σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., μεστὸς ἦν θυμούμενος, δηλ. είμαι γεμάτος θυμό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μεστός:
1) полный, переполненный (ὕδατος, χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);
2) преисполненный (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);
3) пресыщенный: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: full, filled, satiated (IA.).
Compounds: Also with ἀνα-, ἐν-, ἐπι- a. o. in diff. meanings, first after ἀνάπλεος etc., also poss. backformation of ἀνα-μεστοῦσθαι (cf. Strömberg Prefix Studies 91 a. 117).
Derivatives: μεστόομαι, -όω, also with ἀνα-, δια-, ἐν-, κατα-, be filled, fill up (Com., S., Pl. Lg., Arist.) with the late a. rare μέστωσις filling, satiation, -ωμα filling. Also μέσμα μέστωμα H.; old primary formation independent of μεστός?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. By Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 a. o. connected with μαδάω drip, μέζεα, μήδεα male sexual parts etc., with further acc. to Fick 2, 215 (doubting) Celt., e.g. MIr. mess (< *med-tu-) gland; against connection of μαδάω WP. 2, 231 (which is impossible). Connection with med- measure in μέδιμνος a. o. has also been proposed (Curtius 243 doubting, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1); very doubtful.