δυνάστης: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῠνάστης:''' ου ὁ властелин, властитель, повелитель, правитель Soph., Her., Plat., Arst., Polyb., Plut.: λαμπροὶ δυνάσται Aesch. = ἄστρα νύκτερα. | |elrutext='''δῠνάστης:''' ου ὁ властелин, властитель, повелитель, правитель Soph., Her., Plat., Arst., Polyb., Plut.: λαμπροὶ δυνάσται Aesch. = ἄστρα νύκτερα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῠνάστης, ου, <i>n</i> <i>n</i> [[δύναμαι]]<br />a [[lord]], [[master]], [[ruler]], of [[Zeus]], Soph.; οἱ δ., Lat. optimates, Hdt.: in Aesch., the stars are λαμπροὶ δυνάσται. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lord, master, ruler, of Zeus, S.Ant.608 (lyr.); ἄνδρες δ. the chief men in a state, Hdt.2.32, cf. Pl.R.473d, etc.; petty chief, princelet, Th.7.33, etc.; ἡγεμόσι καὶ δ. καὶ βασιλεῦσιν Plb.9.23.5, cf. 10.34.2, Posidon.50 J., Str. 17.3.25; λαμπροὶ δυνάσται, of the stars, A.Ag.6.
German (Pape)
[Seite 673] ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἄνδρες Her. 2, 32; so heißt bei Soph. Ant. 601, ch. ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; bei Aesch. Ag. 6 sind λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen, vgl. δυναστεία; so vrbdt Plat. τυράννων καὶ βασιλέων καὶ δ., Gorg. 525 d. Bei Pol. heißen so bes. kleinere Fürsten.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνάστης: -ου, ὁ, κύριος, ἀπόλυτος ἄρχων, κυβερνήτης· ἐπὶ τοῦ Διός, Σοφ. Ἀντ. 608· ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε ἐν λ. δυνάτης)· οἱ δ. , οἱ πρῶτοι, οἱ ἄριστοι, οἱ προύχοντες ἔν τινι πολιτείᾳ, Λατ. optimates, Ἡρόδ. 2. 32, Πλάτ. Πολ. 473D, κτλ.· παρὰ Πολυβ., ἐπὶ μικρῶν ἀρχόντων, ἡγεμόνων μικρᾶς χώρας, τὸ τοῦ Λιβίου reguli, 9. 23, 5., 10. 34, 2, κτλ.·- ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 6 οἱ ἀστέρες καλοῦνται λαμπροὶ δυνάσται.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 chef ou gouverneur d’une ville, d’un territoire;
2 abs. maître souverain.
Étymologie: δύναμαι.
Spanish (DGE)
(δῠνάστης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -τᾱς S.Ant.608
• Morfología: [plu. gen. δυναστέων Hdt.2.32; dat. δυνάστῃσι Democr.B 251]
1 ref. al mundo divino soberano, el señor, el poderoso ἀγήρως ... δ. de Zeus, S.l.c., ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν δυνάστην τῶν θεῶν, ὑψιβρεμέτα Ζεῦ PMag.5.470, μέγας τοῦ κόσμου δ. de Yahve, LXX 2Ma.12.15, cf. 1Ep.Ti.6.15, Pamph.Mon.Solut.5.36
•fig. θεῶν δ. de Eros, Anacr.37.4, (ἀήρ) μέγιστος ... τῶν πάντων δ. ἐστίν Hp.Flat.3, λαμπροὺς δυνάστας de los astros, A.A.6, λόγος δ. μέγας Gorg.B 11.8, cf. E.Fr.94.
2 hombre poderoso o preminente en el terreno social, económico o político ἀνδρῶν δυναστέων ... παῖδας Hdt.2.32, ἡ παρὰ τοῖς δυνάστῃσι καλεομένη εὐδαιμονίη el llamado bienestar de manos de los poderosos en op. a la pobreza en democracia, Democr.l.c., στρατηγεῖν πόλεις καὶ δυνάστας Hippias B 4, δ. ἐν πόλει X.Cyr.3.1.16, θεραπεία δὲ δυνάστου βαρύ ref. al tirano Hierón, Pythag.Ep.1.1, cf. D.23.124, Plb.8.10.12, μήτε στρατηγὸς ὢν μήτε ῥήτωρ μήτ' ἄλλως δ. Isoc.5.81, οἱ βασιλῆς ... καὶ δυνάσται Pl.R.473d, τοῦ μεγάλου βασιλέως ... ἢ ἄλλου ὁτουοῦν βασιλέως ἢ δυνάστου del rey de Persia o de cualquier otro rey o poderoso Pl.Grg.524e, cf. 525d, Philostr.VA 1.23, σπουδαίῳ ἢ δυνάστῃ φίλον εἶναι ser amigo de un hombre probo o poderoso Arist.EN 1163a35, ἡγεμόσι καὶ δυνάσταις καὶ βασιλεῦσιν Plb.9.23.5, βασιλεῖς δὲ καὶ δυνάσται καὶ δεκαρχίαι Str.17.3.25, cf. Caes.Ciu.3.3.2, Cic.Phil.11.31, Suet.Tib.26, καθεῖλεν δυνάστας ἀπὸ θρόνων derribó de sus tronos a los poderosos, Eu.Luc.1.52, ὥσπερ τις δ. μισοπόνηρος κλέπτην λαβών Luc.Asin.18, ἐπὶ πολὺ δ. ἐστίν es un hombre muy influyente, PFouad 26.16 (II d.C.), κρατεροὶ δυνάσται ... τῶν ... ὅπλων hombres poderosos con dominio de las armas Vett.Val.378.22 (= Cat.Cod.Astr.2.169.33), στάσις φόνοις δυναστῶν ἔχρανε δήμου χέρας Amph.Seleuc.174
•alto cargo c. gen. τις τῶν ὑπάρχων δ. en Persia, X.An.1.2.20, δ. Κανδάκης βασιλίσσης Αἰθιόπων Act.Ap.8.27, de un κουβικουλάριος o ayuda de cámara del emperador Zenón, Theod.Lect.Fr.37.
3 rey τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν δυνάστας Isoc.6.63, ταμίαι ... τοῦ Ἀσσυρίων βασιλέως καὶ ἄλλων δυναστῶν X.Cyr.4.5.40, ἐν Μακεδονίᾳ Satyr.Vit.Eur.39.18.29, πολλῶν κατὰ καιροὺς ἐπαναστάντων τῇ χώρᾳ δυναστῶν habiéndose levantado muchos reyes sobre el país en el curso del tiempo Ph.2.459, αἱ πόλεις τοῖς δυνάσταις εἰσφέρουσιν (φόρους) Ph.2.234, ὁ δὲ τῆς Αἰγύπτου δ. de uno de los Ptolomeos, Posidon.77, ἀντὶ λῃστοῦ δυνάστου περιέκειτο σχῆμα Str.12.8.9
•fig. de pers. que son los mejores en algo οἱ δυνάσται οἱ κεραννύντες τὸ σίκερα los reyes en mezclar el licor, e.e., los fanfarrones LXX Is.5.22
•miembro de una familia real δ. τις τοῦ τετραχικοῦ γένους τῶν Γαλατῶν ἀνήρ Str.12.3.37.
4 entre los pueblos bárbaros dinasta, reyezuelo ref. Arta, rey de los mesapios, Th.7.33, Ἐδεκῶνα τὸν δυνατὸν δυνάστην en Iberia, Plb.10.34.2, Χαναναίων δ. ὁ τῇ πατρίῳ γλώσσῃ κληθεὶς βασιλεὺς δίκαιος I.BI 6.438.
English (Strong)
from δύναμαι; a ruler or officer: of great authority, mighty, potentate.
English (Thayer)
δυνάστου, ὁ (δύναμαι); from (Sophocles and) Herodotus on; powerful;
1. a prince, potentate: Sophocles Ant. 608), a courtier, high officer, royal minister: A. V. (a eunuch) of great authority; but see Meyer at the passage) (δυνάσται Φαραώ, Genesis 50:4).
Greek Monolingual
ο (AM δυνάστης, ο
θηλ. δυνάστις, η)
1. κυβερνήτης, κυρίαρχος
2. (για τον έρωτα) βασιλιάς, κυρίαρχος
νεοελλ.
μεγάλος σκαραβαίος της τροπικής Αμερικής ο οποίος θεωρείται ως το μεγαλύτερο από όλα τα κολεόπτερα έντομα
μσν.
άρπαγας, σφετεριστής
αρχ.
1. στον πληθ. οἱ δυνάσται
οι προύχοντες
2. φρ. «λαμπροί δυνάσται» — τα αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δυνάστης απαντά το θ. του δύναμαι, αλλά το -σ- του τ. παραμένει ανερμήνευτο].
Greek Monotonic
δῠνάστης: -ου, ὁ (δύναμαι), κύριος, αφέντης, απόλυτος άρχοντας, κυβερνήτης, λέγεται για τον Δία, σε Σοφ.· οἱ δ., Λατ. optimates, σε Ηρόδ.· στον Αισχύλ., τα άστρα αποκαλούνται λαμπροὶ δύνασται.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάστης: ου ὁ властелин, властитель, повелитель, правитель Soph., Her., Plat., Arst., Polyb., Plut.: λαμπροὶ δυνάσται Aesch. = ἄστρα νύκτερα.
Middle Liddell
δῠνάστης, ου, n n δύναμαι
a lord, master, ruler, of Zeus, Soph.; οἱ δ., Lat. optimates, Hdt.: in Aesch., the stars are λαμπροὶ δυνάσται.