μαγεύω: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰγεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;<br /><b class="num">2)</b> ворожить, колдовать: βάρβαρα [[μέλη]] μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;<br /><b class="num">3)</b> чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.). | |elrutext='''μᾰγεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;<br /><b class="num">2)</b> ворожить, колдовать: βάρβαρα [[μέλη]] μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;<br /><b class="num">3)</b> чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰγεύω, [[Μάγος]]<br /><b class="num">I.</b> to be a [[Magus]], use [[magic]] arts, Plut.: c. acc. cogn., [[μέλη]] μ. to [[sing]] incantations, Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[call]] [[forth]] by [[magic]] arts, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be a Magus or skilled in Magian lore, Plu.Art.3,6, Philostr. VA1.2. II use magic arts, E.IT1338; καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας Plu.Num.15. III trans., bewitch, e.g. by philtres, Ach.Tat.5.22:—Pass., Clearch.25, Luc.Asin. 54; πέπλον μεμαγευμένον φαρμάκοις Apollod.1.9.28. 2 call forth by magic arts, ἔμψυχα AP12.57 (Mel.), cf. Luc.Asin.11.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεύω: εἶμαι μάγος ἢ ἔμπειρος εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέλη μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., γοητεύω, ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμάγευσα, pf. Pass. μεμάγευμαι;
I. intr.
1 être magicien;
2 user de moyens magiques, accomplir des opérations magiques;
II. tr. charmer par des sortilèges.
Étymologie: μάγος.
English (Strong)
from μάγος; to practice magic: use sorcery.
English (Thayer)
(μάγος); to be a magician; to practise magical arts: Euripides, Iph. 1338; Plutarch, Artax. 3,6, and in other authors.)
Greek Monolingual
(AM μαγεύω) μάγος
1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι
β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς δαίμονας φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
2. (μτβ.) θέλγω, γοητεύω, ξεμυαλίζω, συναρπάζω, σαγηνεύω («με τον λόγο του μάγεψε το πλήθος»)
νεοελλ.-μσν.
1. προσδίδω σε κάτι μαγικές ιδιότητες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγεμένος, -η, -ο(ν)
μαγικός
αρχ.
1. παράγω κάτι με μαγική τέχνη («ἔμψυχα μαγεύων», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.) είμαι μάγος, είμαι κάτοχος της μαγικής δύναμης ή σοφίας («Πλάτων... οὔπω μαγεύειν ἔδοξε καίτοι πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).
Greek Monotonic
μᾰγεύω: (Μάγος), μέλ. -σω,
I. είμαι μάγος, χρησιμοποιώ μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. μέλημαγεύω, τραγουδώ μαγικά τραγούδια ως μέρος μιας τελετουργίας, σε Ευρ.
II. μτβ., επικαλούμαι την εμφάνιση κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγεύω:
1) быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;
2) ворожить, колдовать: βάρβαρα μέλη μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;
3) чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.).
Middle Liddell
μᾰγεύω, Μάγος
I. to be a Magus, use magic arts, Plut.: c. acc. cogn., μέλη μ. to sing incantations, Eur.
II. trans. to call forth by magic arts, Anth.