καθικετεύω: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathiketeyo | |Transliteration C=kathiketeyo | ||
|Beta Code=kaqiketeu/w | |Beta Code=kaqiketeu/w | ||
|Definition=Ion. κατ-, strengthd. for <b class="b3">ἱκετεύω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ion. κατ-, strengthd. for <b class="b3">ἱκετεύω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[entreat earnestly]], κατικ. τινί <span class="bibl">Hdt.6.68</span>; πολλὰ κ. τινά <span class="bibl">Hld.6.14</span>; τινα c. inf., Plu.<span class="title">Cat. Mi.</span>32, cf. <span class="bibl">Parth.5.2</span>, <span class="bibl">Ph.2.384</span>:—also in Med., <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>324</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 30 June 2020
English (LSJ)
Ion. κατ-, strengthd. for ἱκετεύω,
A entreat earnestly, κατικ. τινί Hdt.6.68; πολλὰ κ. τινά Hld.6.14; τινα c. inf., Plu.Cat. Mi.32, cf. Parth.5.2, Ph.2.384:—also in Med., E.Or.324 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1286] verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324.
Greek (Liddell-Scott)
καθικετεύω: Ἰων. κατικετεύω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἱκετεύω, αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, ἱκετεύω, κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324.
French (Bailly abrégé)
supplier : τινι qqn ; τινα avec l’inf. supplier qqn de.
Étymologie: κατά, ἱκετεύω.
Greek Monolingual
(AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω)
(ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ.
β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν, παρακαλῶν ὁ τάλας», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱκετεύω (< ἱκέτης)].
Greek Monotonic
καθικετεύω: Ιων. κατ-· μέλ. -σω,
1. ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά, σε Ευρ.
2. προσφέρω θερμές ικεσίες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῐκετεύω: ион. κᾰτικετεύω тж. med. усиленно просить, упрашивать, умолять (τινί Her.; τί τινος Eur.; τινά τι ποιεῖν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθικετεύω [κατά, ἱκετεύω] Ion. imperf. κατικέτευε, dringend smeken, met dat.:; τῇ μητρί... κατικέτευε hij sprak smekend tot zijn moeder Hdt. 6.68.1; met acc. en inf.:; Κάτωνα … καθικέτευον εἶξαι zij smeekten Cato toe te geven Plut. CMi. 32.7; ook med.
Middle Liddell
ionic κατ- fut. σω
1. to beg earnestly, Eur.
2. to offer earnest prayers, Hdt.