κέλευσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(1ba)
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelefsma
|Transliteration C=kelefsma
|Beta Code=ke/leusma
|Beta Code=ke/leusma
|Definition=or κέλ-ευμα (v. infr.), ατος, τό, (κελεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">order, command</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>235</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1219</span> (pl.), etc.; <b class="b2">call, summons</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>751</span> (pl.): in Prose, <b class="b2">word of command</b> in battle, <span class="bibl">Hdt.4.141</span>, <span class="bibl">7.16</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>929</span> (lyr.); ὁ Κύριος ἐν κ. καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Thess.</span>4.16</span>; also, the <b class="b2">call</b> of the <b class="b3">κελευστής</b> (q.v.), which gave the time to the rowers, <b class="b3">ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος</b> all at once, <span class="bibl">Th.2.92</span>, <span class="bibl">D.S.3.15</span>; ἐξ ἑνὸς κελεύματος <span class="bibl">Sophr.25</span>; <b class="b3">ἐκ κελεύματος</b> at <b class="b2">the word of command</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>397</span>, cf.<span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1405</span>; καχάζετε . . ἀπὸ κ. <span class="bibl">Eub.8</span>; στρατεύσονται ἀφ' ἑνὸς κ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>30.27</span>; of the boatswain's <b class="b2">pipe</b>, κέλευσμα προσαυλεῖν Phld.<span class="title">Mus.</span>p.15 K.; also, the <b class="b2">call</b> of the driver to his horses, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>253d</span>; of the huntsman to his hounds, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.20</span>; κ. κυνηγετῶν S.<span class="title">Ichn.</span>225. (<b class="b3">κέλευμα</b> is the more ancient form, as in <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>397</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>751</span>, S., Sophr., Pl. (codd.l.c.), X., ll.cc., v.l. in Hdt. ll. cc., Th. l. c.)</span>
|Definition=or κέλ-ευμα (v. infr.), ατος, τό, (κελεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">order, command</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>235</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1219</span> (pl.), etc.; <b class="b2">call, summons</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>751</span> (pl.): in Prose, <b class="b2">word of command</b> in battle, <span class="bibl">Hdt.4.141</span>, <span class="bibl">7.16</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>929</span> (lyr.); ὁ Κύριος ἐν κ. καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Thess.</span>4.16</span>; also, the <b class="b2">call</b> of the <b class="b3">κελευστής</b> (q.v.), which gave the time to the rowers, <b class="b3">ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος</b> all at once, <span class="bibl">Th.2.92</span>, <span class="bibl">D.S.3.15</span>; ἐξ ἑνὸς κελεύματος <span class="bibl">Sophr.25</span>; <b class="b3">ἐκ κελεύματος</b> at <b class="b2">the word of command</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>397</span>, cf.<span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1405</span>; καχάζετε… ἀπὸ κ. <span class="bibl">Eub.8</span>; στρατεύσονται ἀφ' ἑνὸς κ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>30.27</span>; of the boatswain's <b class="b2">pipe</b>, κέλευσμα προσαυλεῖν Phld.<span class="title">Mus.</span>p.15 K.; also, the <b class="b2">call</b> of the driver to his horses, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>253d</span>; of the huntsman to his hounds, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.20</span>; κ. κυνηγετῶν S.<span class="title">Ichn.</span>225. (<b class="b3">κέλευμα</b> is the more ancient form, as in <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>397</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>751</span>, S., Sophr., Pl. (codd.l.c.), X., ll.cc., v.l. in Hdt. ll. cc., Th. l. c.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:30, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλευσμα Medium diacritics: κέλευσμα Low diacritics: κέλευσμα Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΑ
Transliteration A: kéleusma Transliteration B: keleusma Transliteration C: kelefsma Beta Code: ke/leusma

English (LSJ)

or κέλ-ευμα (v. infr.), ατος, τό, (κελεύω)

   A order, command, A.Eu.235, S.Ant.1219 (pl.), etc.; call, summons, A.Ch.751 (pl.): in Prose, word of command in battle, Hdt.4.141, 7.16, cf. E.Hec.929 (lyr.); ὁ Κύριος ἐν κ. καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ 1 Ep.Thess.4.16; also, the call of the κελευστής (q.v.), which gave the time to the rowers, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος all at once, Th.2.92, D.S.3.15; ἐξ ἑνὸς κελεύματος Sophr.25; ἐκ κελεύματος at the word of command, A.Pers.397, cf.E.IT1405; καχάζετε… ἀπὸ κ. Eub.8; στρατεύσονται ἀφ' ἑνὸς κ. LXX Pr.30.27; of the boatswain's pipe, κέλευσμα προσαυλεῖν Phld.Mus.p.15 K.; also, the call of the driver to his horses, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Pl.Phdr.253d; of the huntsman to his hounds, X.Cyn.6.20; κ. κυνηγετῶν S.Ichn.225. (κέλευμα is the more ancient form, as in A.Pers.397, Ch.751, S., Sophr., Pl. (codd.l.c.), X., ll.cc., v.l. in Hdt. ll. cc., Th. l. c.)

German (Pape)

[Seite 1415] τό (vgl. κέλευμα), der Befehl, das Geheiß, Gebot; Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch. Eum. 226, wie Soph. Ant. 1204; Zuruf, Aesch. Ch. 740; Geschrei, Eur. Hec. 922; auf dem Schiffe der Takt, nach dem gerudert wird, u. den der κελευστής angiebt, ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύσματος Aesch. Pers. 389; ὥςπερ σὸν κέλευσμα ἐφίεται Eur. I. T. 1483; in Prosa, ἐπακούσας τῷ πρώτῳ κελεύσματι Her. 4, 141; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος ἐμβοήσαντες Thuc. 2, 92, an die obige Stelle des Aesch. erinnernd.

Greek (Liddell-Scott)

κέλευσμα: ἢ κέλευμα, τό, (κελεύω), διαταγή, προσταγή, παραγγελία, παράγγελμα, ἐντολή, Αἰσχύλ. Εὐμ. 235, Σοφ. Ἀντ. 1204, κτλ.· κλῆσις, πρόσκλησις, Αἰσχύλ. Χο. 751·- παρὰ πεζοῖς, τὸ ἐν τῇ μάχῃ πρόσταγμα, Ἡρόδ. 4. 141., 7. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 929· ὡσαύτως ἡ φωνὴ τοῦ κελευστοῦ (ὃ ἴδε), διδόντος τὸ πρόσταγμα εἰς τοὺς κωπηλατοῦντας, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, «ἐκ μιᾶς παραγγέλσεως» Σχολ., ἐν τῷ ἅμα, Θουκ. 2. 92, Διόδ. 3. 15· ἐξ ἑνὸς κελεύματος Σώφρων 51 Ahr.· ἐκ κελεύσματος, κατὰ τὸ πρόσταγμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1405· καχάζετ’ ἀπὸ κ. Εὔβουλ. ἐν «Δαμαλ.» 1·- ὡσαύτωςπαρακέλευσις τοῦ ἡνιόχου πρὸς τοὺς ἵππους, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D· τοῦ κυνηγοῦ πρὸς τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 6. 20. (Ὁ τύπος, κέλευμα, φαίνεται ἀρχαιότερος· ὅρα τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Χο. 751, πρβλ. Λοβ. Αἴ. σ. 323.)

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ordre, commandement ; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος THC tous à un seul commandement, càd tous à la fois ; particul. chant cadencé du chef des rameurs pour régler le mouvement des rames;
2 appel, cri.
Étymologie: κελεύω.

English (Thayer)

κελεύσματος, τό (κελεύω), from Aeschylus and Herodotus down, an order, command, specifically, a stimulating cry, either that by which animals are roused and urged on by Prayer of Manasseh , as horses by charioteers, hounds by hunters, etc., or that by which a signal is given to men, e. g. to rowers by the master of a ship (Lucian, tyr. or catapl. c. 19), to soldiers by a commander (Thucydides 2,92; ἐν κελεύσματι, with a loud summons, a trumpet-call, 1 Thessalonians 4:16.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα)
πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή
νεοελλ.
ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας
αρχ.
1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή
3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για στόλο) το πρόσταγμα, η διαταγή που δίνεται για ενέργεια
4. (για άλογα ή σκυλιά) παρότρυνση, παρακίνηση, παράγγελμα που δίνεται από τον ηνίοχο ή τον κυνηγό (α. «κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῑται», Πλάτ.
β. «κέλευσμα κυνηγετῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κελευσ- (πρβλ. αόρ. ε-κέλευσ-α) του κελεύω. Από το ίδιο θ. προέρχονται επίσης τα παράγωγα κελευσμός και κελευσμοσύνη.

Greek Monotonic

κέλευσμα: ή κέλευμα, -ατος, τό (κελεύω), διαταγή, προσταγή, κέλευσμα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κάλεσμα, πρόσκληση, κλήτευση, σε Αισχύλ.· πρόσταγμα στη μάχη, σε Ηρόδ.· επίσης, το κέλευσμα του κελευστοῦ (βλ. αυτ.) που έδινε το πρόσταγμα στους κωπηλάτες, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, από ένα πρόσταγμα, σε Θουκ.· ἐκ. κελεύσματος, κατά το πρόσταγμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κέλευσμα: и κέλευμα, ατος τό
1) приказ, приказание (Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.);
2) боевой клич, призыв (κ. δ᾽ ἦν κατ᾽ ἄστυ Τροίας τόδε Eur.; ἐν κελεύσματι καὶ ἐν σάλπιγγι NT);
3) команда: ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. по общей команде, дружно, разом;
4) зов, крик (νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.).

Middle Liddell

κελεύω
an order, command, behest, Aesch., Soph., etc.; a call, summons, Aesch.:— the word of command in battle, Hdt.; also the call of the κελευστής (q. v.), which gave the time to the rowers, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος all at once, Thuc.; ἐκ κελεύσματος at the word of command, Aesch.