ἑτερότροπος: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterotropos | |Transliteration C=eterotropos | ||
|Beta Code=e(tero/tropos | |Beta Code=e(tero/tropos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of different sort</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of different sort</b> or [[fashion]], κακόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>724</span>; γαλεῶν ἑ. φῦλα <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.379</span>; [[various]], τύχης ἑ. ὁρμή <span class="title">AP</span>9.768 (Agath.), cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.669</span>, <span class="bibl">7.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A of different sort or fashion, κακόν Ar.Th.724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.H.1.379; various, τύχης ἑ. ὁρμή AP9.768 (Agath.), cf. Nonn.D.2.669, 7.7.
German (Pape)
[Seite 1051] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερότροπος: -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ ἄλλην διεύθυνσιν, τρεπόμενος, ἀβέβαιος, τύχης ἑτ. ὁρμή Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.
Étymologie: ἕτερος, τρέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].
Greek Monotonic
ἑτερότροπος: -ον, I. αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι καμωμένος με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αλλάζει κατεύθυνση, αβέβαιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερότροπος:
1) преобразившийся, изменившийся, иной: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον τύχη Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;
2) повернувшийся другой стороной, переменивший направление (τύχης ὁρμή Anth.).
Middle Liddell
ἑτερό-τροπος, ον
I. of different sort or fashion, Ar.
II. turning the other way, uncertain, Anth.