πολιοῦχος: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polioychos | |Transliteration C=polioychos | ||
|Beta Code=poliou=xos | |Beta Code=poliou=xos | ||
|Definition=(A), ον, Ep. πολιήοχος, Dor. -άοχος (v. infr.), Lacon.</gram> πολιᾶχος </gramGrp><span class="title">IG</span>5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. [[πολισσοῦχος]]:(<b class="b3">ἔχω</b> A):— <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">protecting a city</b>, ὦ π. κράτος <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>821</span> (lyr., codd., sed v. infr.); π. ἀρετά <span class="bibl">Isyll.16</span>; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, <b class="b3">Ἀθηναίη π</b>. in Chios, <span class="bibl">Hdt.1.160</span> (also in Attica, <span class="title">BCH</span>50.529 (Marathon, ii A.D.)); <b class="b3">Παλλὰς π</b>., at Athens, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>581</span> (lyr.); Ἀθάνα π. <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>602</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>827</span>; Παλλὰς πολιάοχος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.10</span>; π. θεοί <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>312</span> (lyr.); <b class="b3">δαίμονες</b> ib.<span class="bibl">822</span> (lyr.); Ζεὺς π. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>921c</span>; Ἀρτέμιδος πολιηόχου <span class="bibl">A.R.1.312</span>; <b class="b3">π. Ἀλεξανδρείας</b>, title of Diocletian, <span class="title">OGI</span>718.2 (Alexandria, iv A.D.): πολίοχος (elsewh. known as pr. n. <b class="b3">Πολίοχος</b>) shd. be read in <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>166</span>,<span class="bibl">821</span>.</span><br /><span class="bld">πολιοῦχος</span> (B), ον, (πολιός) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(A), ον, Ep. πολιήοχος, Dor. -άοχος (v. infr.), Lacon.</gram> πολιᾶχος </gramGrp><span class="title">IG</span>5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. [[πολισσοῦχος]]:(<b class="b3">ἔχω</b> A):— <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">protecting a city</b>, ὦ π. κράτος <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>821</span> (lyr., codd., sed v. infr.); π. ἀρετά <span class="bibl">Isyll.16</span>; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, <b class="b3">Ἀθηναίη π</b>. in Chios, <span class="bibl">Hdt.1.160</span> (also in Attica, <span class="title">BCH</span>50.529 (Marathon, ii A.D.)); <b class="b3">Παλλὰς π</b>., at Athens, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>581</span> (lyr.); Ἀθάνα π. <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>602</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>827</span>; Παλλὰς πολιάοχος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.10</span>; π. θεοί <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>312</span> (lyr.); <b class="b3">δαίμονες</b> ib.<span class="bibl">822</span> (lyr.); Ζεὺς π. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>921c</span>; Ἀρτέμιδος πολιηόχου <span class="bibl">A.R.1.312</span>; <b class="b3">π. Ἀλεξανδρείας</b>, title of Diocletian, <span class="title">OGI</span>718.2 (Alexandria, iv A.D.): πολίοχος (elsewh. known as pr. n. <b class="b3">Πολίοχος</b>) shd. be read in <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>166</span>,<span class="bibl">821</span>.</span><br /><span class="bld">πολιοῦχος</span> (B), ον, (πολιός) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[greyhaired]], PLond.1821.325.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:50, 28 June 2020
English (LSJ)
(A), ον, Ep. πολιήοχος, Dor. -άοχος (v. infr.), Lacon.</gram> πολιᾶχος </gramGrp>IG5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. πολισσοῦχος:(ἔχω A):—
A protecting a city, ὦ π. κράτος E.Rh.821 (lyr., codd., sed v. infr.); π. ἀρετά Isyll.16; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, Ἀθηναίη π. in Chios, Hdt.1.160 (also in Attica, BCH50.529 (Marathon, ii A.D.)); Παλλὰς π., at Athens, Ar.Eq.581 (lyr.); Ἀθάνα π. Id.Nu.602 (lyr.), cf. Av.827; Παλλὰς πολιάοχος Pi.O.5.10; π. θεοί A. Th.312 (lyr.); δαίμονες ib.822 (lyr.); Ζεὺς π. Pl.Lg.921c; Ἀρτέμιδος πολιηόχου A.R.1.312; π. Ἀλεξανδρείας, title of Diocletian, OGI718.2 (Alexandria, iv A.D.): πολίοχος (elsewh. known as pr. n. Πολίοχος) shd. be read in E.Rh.166,821.
πολιοῦχος (B), ον, (πολιός)
A greyhaired, PLond.1821.325.
German (Pape)
[Seite 656] auch πολιήοχος u. dor. πολιάοχος, s. auch πολισσοῦχος, eine Stadt inne habend, bes. von den Schutzgottheiten einer Stadt, wie πολιεύς u. πολιάς; ὦ πολιοῦχοι θεοί, Aesch. Spt. 294; Suppl. 997; Athene in Athen, Ar. Equ. 579 Nub. 592; so Ἀθηναίη πολιοῦχος bei den Chiern, Her. 1, 160; Athene auch Agath. 60 (IX, 154); Ζεύς, Plat. Legg. XI, 921 c; auch κράτος, Eur. Rhes. 821.
Greek (Liddell-Scott)
πολιοῦχος: -ον, Ἐπικ. πολιήοχος, Δωρ. -άοχος (ἴδε κατωτ), Λακων. πολιᾰχος Ahr. D. Dor. σ. 568· πρβλ. ὡσαύτως τὸ πολισσοῦχος: (ἔχω). Ὁ προστατεύων πόλιν τινά, προστάτης, ὑπερασπιστὴς πόλεως, ὦ π. κράτος Εὐρ. Ρῆσ. 822· ― τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Πολιεύς, Πολιάς, ἐπίθ. τῆς προστάτιδος θεότητος πόλεώς τινος, Ἀθηναίη π., ἐν Χίῳ, Ἡρόδ. 1. 160· Παλλὰς π., ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 581· Ἀθάνα π. ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 602, πρβλ. Ὄρν. 827· οὕτω, Παλλὰς πολιάοχος Πινδ. Ο. 5. 24· π. θεοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 312· δαίμονες αὐτόθι 822· Ζεὺς π. Πλάτ. Νόμ. 921C· Ἀρτέμιδος πολιηόχου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 312· ― πολίοχος (ἀλλαχοῦ γνωστὸν ὡς κύρ. ὄνομ. Πολίοχος) ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 109 (τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον ἔχει πολιάοχοι), ἐν Εὐρ. Ρήσ. 821 (ἀντὶ πολιοῦχον). καὶ ἴσως οὕτω δέον νὰ ἀναγινώσκηται ἐκ τῶν Ἀντιγράφων αὐτόθι 166 (ἔνθα νῦν φέρεται πολυόχλου), πρβλ. νήοχος ἀντὶ -οῦχος.
French (Bailly abrégé)
1α, ον :
qui protège la ville.
Étymologie: πόλις, ἔχω.
Greek Monolingual
(I)
-ο / πολιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, -ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α
(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος
άγιος της Εκκλησίας, προστάτης πόλης ή χωριού στον οποίο είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός και προς τιμήν του οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις κατά την ημέρα της εορτής του
μσν.
προσωνυμία του Αδάμ ως φύλακα του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -οῦχος (< ἔχω)].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει ψαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
πολιοῦχος: -ον, Επικ. -ήοχος, Δωρ. -άοχος (ἔχω), αυτός που προστατεύει την πόλη, σε Ευρ.· κυρίως όπως Πολιεύς, Πολιάς, λέγεται για τη θεότητα που προστατεύει την πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολιοῦχος: дор. πολιάοχος 2 (ᾱ) владеющий городом, т. е. охраняющий город (Ἀθηναίη Her.; θεοί Aesch.; Ζεύς Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιοῦχος -ον, Dor. πολιᾱ́οχος [πόλις, ἔχω] de stad beschermend, als epith. vooral van Athene.
Middle Liddell
πολι-οῦχος, ον, [ἔχω]
protecting a city, Eur.:—mostly like Πολιεύς, Πολιάς, of the guardian deity of a city, Hdt., Aesch.