καμπυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampyloeidis
|Transliteration C=kampyloeidis
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appearingcrooked]], φαντασία Plu.2.1121c.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appearingcrooked]], φαντασία Plu.2.1121c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:25, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοειδής Medium diacritics: καμπυλοειδής Low diacritics: καμπυλοειδής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kampyloeidḗs Transliteration B: kampyloeidēs Transliteration C: kampyloeidis Beta Code: kampuloeidh/s

English (LSJ)

ές,    A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, σφαιρο-ειδής].

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.