συμπορεύομαι: Difference between revisions
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symporeyomai | |Transliteration C=symporeyomai | ||
|Beta Code=sumporeu/omai | |Beta Code=sumporeu/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[come]], [[go]], or <b class="b2">proceed together</b>, <span class="bibl">Th.8.87</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1488</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.3.5</span>, etc.; συμπεπορευμένοι τῇ βασιλίσσῃ ἕως τῶν ὁρίων <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>251.2</span> (iii B.C.); ἡ ψυχὴ -ευθεῖσα θεῷ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>249c</span>; σ. ταῖς ἑταιρίαις <span class="title">Abh.Berl.Akad.</span>1925(5).7 (Cyrene, iii B.C.); τῷ Χρόνῳ <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span> 50</span>; <b class="b3">ἐπί τινι συμφέροντι</b> for some advantage, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1160a9</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[assemble]], of the Senate, <span class="bibl">Plb.6.16.4</span>; of a workers' guild, <span class="title">SIG</span>460.3 (Delph., iii B.C.): metaph., <b class="b2">consort together, hold intercourse</b>, ἀλλήλοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:30, 29 June 2020
English (LSJ)
A come, go, or proceed together, Th.8.87, E.IT1488, X.An.1.3.5, etc.; συμπεπορευμένοι τῇ βασιλίσσῃ ἕως τῶν ὁρίων PCair.Zen.251.2 (iii B.C.); ἡ ψυχὴ -ευθεῖσα θεῷ Pl.Phdr.249c; σ. ταῖς ἑταιρίαις Abh.Berl.Akad.1925(5).7 (Cyrene, iii B.C.); τῷ Χρόνῳ Procl.Inst. 50; ἐπί τινι συμφέροντι for some advantage, Arist.EN1160a9. II assemble, of the Senate, Plb.6.16.4; of a workers' guild, SIG460.3 (Delph., iii B.C.): metaph., consort together, hold intercourse, ἀλλήλοις Plu.Lyc.15.
German (Pape)
[Seite 989] dep. pass., mit-, zugleich, zusammengehen; συμπορεύσομαι ἐγώ, Eur. I. T. 1488; ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ, Plat. Phaedr. 249 c; Xen. An. 1, 3, 5. 4, 1, 28; Sp., wie Pol., πρὸς ἀλλήλους εἰς σύλλογον, 5, 75, 1, u. A.; von fleischlichem Umgange, Plut. Lyc. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συμπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι· ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ. Πορεύομαι ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, «πηγαίνω μαζί», Εὐρ. Ι. Τ. 1488· τινι, μετά τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 249C, Ξενοφ. Ἀν. 1. 3, 5, κτλ.· ἐπί τινι συμφέροντι, πρός τι κέρδος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 4. ΙΙ. συνέρχομαι, ἐπὶ τῆς Συγκλήτου, Πολύβ. 6. 16, 4. ― μεταφ., συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ὅπως ἂν ἐν καιρῷ καὶ λανθάνοντες ἀλλήλοις συμπορεύοιντο Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙϚ΄, σ. 540.
French (Bailly abrégé)
aller ensemble avec, τινι ; avoir commerce avec.
Étymologie: σύν, πορεύομαι.
English (Strong)
from σύν and πορεύομαι; to journey together; by implication, to assemble: go with, resort.
English (Thayer)
(T WH συνπορεύομαι (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνεπορευομην;
1. to go or journey together (Euripides, Xenophon, Diodorus): τίνι, with one, ἡμῶν ἡ ψυχή συμπορευθεισα Θεῷ, Plato, Phaedr., p. 249c.; μετά τίνος, very often in the Sept.).
2. to come together, to assemble: πρός τινα, Polybius, Plutarch).
Greek Monolingual
ΝΜΑ πορεύομαι
1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ)
2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα»)
αρχ.
συνουσιάζομαι.
Greek Monotonic
συμπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ συνεπορεύθην· αποθ.·
I. πορεύομαι ή ταξιδεύω μαζί, συμπορεύομαι ή συνταξιδεύω, σε Ευρ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.
II. συνέρχομαι, συνεδριάζω, λέγεται για τη Σύγκλητο, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπορεύομαι:
1) вместе совершать путь, сопровождать (τινι Xen., Plat., NT);
2) сходиться, собираться Polyb., NT: σ. ἐπί τινι συμφέροντι Arst. объединяться для общей пользы; οἱ συμπορευόμενοι Plut. участники собрания; σ. ἀλλήλοις Plut. встречаться друг с другом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπορεύομαι, Att. ook ξυμπορεύομαι [σύν, πορεύω] meereizen (met), samen optrekken (met); met dat. met iem. overdr. omgaan met, met dat.. Plut. Lyc. 15.8.
Middle Liddell
fut. -εύσομαι aor1 συνεπορεύθην
I. Dep.: to go or journey together, Eur.; τινι with one, Xen., etc.
II. to come together, of the Senate, Polyb.
Chinese
原文音譯:sumporeÚomai 沁-坡留哦買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-走 相當於: (הָלַךְ) (הָלַךְ)
字義溯源:同行,同來,聚集;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πορεύομαι)=走過)組成,其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。比較: (συνέρχομαι)=集會參讀 (προπέμπω)同義字
出現次數:總共(4);可(1);路(3)
譯字彙編:
1) 同行(2) 路7:11; 路14:25;
2) 和⋯同行(1) 路24:15;
3) 聚集(1) 可10:1