πλόκανον: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλόκᾰνον''': τό, ([[πλέκω]]) ― [[πλέγμα]], [[ἔργον]] πλεκτικῆς, [[οἷον]] οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, | |lstext='''πλόκᾰνον''': τό, ([[πλέκω]]) ― [[πλέγμα]], [[ἔργον]] πλεκτικῆς, [[οἷον]] οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, Πολυδ. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον [[σχοινίον]], Ξεν. Κυν. 9. 12, Πολυδ. Εϳ, 33· ― [[πλόχανον]] [[εἶναι]] διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A plaited work, basket-work, Pl.Ti.78c, Thphr.HP4.10.4, D.S.3.37. 2 wicker fan for winnowing, Pl.Ti.52e, Poll. 1.225. 3 plaited rope, X.Cyn.9.12, Poll.5.33. 4 sieve, strainer, Gal.2.500, 6.179:—πλόχανον is v.l. in both passages of Pl. and is cited by Suid.: πλόκαμον is f.l. in Pl.Ti.78c, X.l.c., Gal. ll.cc.
German (Pape)
[Seite 637] τό, auch πλόχανον geschrieben, 1) jedes Flechtwerk; Plat. Tim. 78 b; D. Sic. 3, 37; Poll. 5, 33. – Bes. 2) das geflochtene Sieb zum Reinigen des Getreides oder die Wurfschwinge, vannus; Plat. Tim. 52 e; Plut. u. a. Sp.; auch πλόχανον, u. in B. A. 67 falsch πρόκανον geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκᾰνον: τό, (πλέκω) ― πλέγμα, ἔργον πλεκτικῆς, οἷον οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, Πολυδ. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον σχοινίον, Ξεν. Κυν. 9. 12, Πολυδ. Εϳ, 33· ― πλόχανον εἶναι διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ouvrage tressé en jonc ou en osier.
Étymologie: πλέκω.
Greek Monolingual
και πλόχανον, τὸ, Α
1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο
2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών
3. πλεγμένο σχοινί
4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του πλέκω + επίθημα -ανον (πρβλ. ξό-ανον, όργ-ανον)].
Greek Monotonic
πλόκᾰνον: τό (πλέκω), πλέγμα, πλεγμένο σχοινί, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλόκανον -ου, τό [πλέκω] vlechtwerk. wan (platte mand gebruikt om graankorrels en kaf van elkaar te scheiden).
Russian (Dvoretsky)
πλόκᾰνον: τό
1) плетенка, сеть Plat.;
2) плетеная веялка, сито Plat.;
3) плетеный канат Xen.