κόλον: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolon
|Transliteration C=kolon
|Beta Code=ko/lon
|Beta Code=ko/lon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἡ τροφή]], as etym. of <b class="b3">κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος</b> and [[κοιλία]], <span class="bibl">Ath.6.262a</span>, copied by <span class="bibl">Eust.1817.53</span>, <span class="bibl">62</span> (who adds [[ἄκολος]]); applied to some form of preserved food in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.535.39</span>, <span class="bibl">46</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[colon]], part of the large intestine, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>455</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675b7</span>, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>23</span>, <span class="bibl">Poll.2.209</span>. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. [[κολλόροβον]] IV.</span>
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἡ τροφή]], as etym. of <b class="b3">κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος</b> and [[κοιλία]], <span class="bibl">Ath.6.262a</span>, copied by <span class="bibl">Eust.1817.53</span>, <span class="bibl">62</span> (who adds [[ἄκολος]]); applied to some form of preserved food in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.535.39</span>, <span class="bibl">46</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[colon]], part of the large intestine, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>455</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675b7</span>, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>23</span>, <span class="bibl">Poll.2.209</span>. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. [[κολλόροβον]] IV.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:15, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλον Medium diacritics: κόλον Low diacritics: κόλον Capitals: ΚΟΛΟΝ
Transliteration A: kólon Transliteration B: kolon Transliteration C: kolon Beta Code: ko/lon

English (LSJ)

τό,    A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.).    II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.

German (Pape)

[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.

Greek (Liddell-Scott)

κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.

Greek Monolingual

το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].

Greek Monotonic

κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόλον: τό анат. толстая кишка Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλον -ου, τό dikke darm.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: large intestine, ileum (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός curbed, κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον member. Fur. 131 connects χοάς intestines, further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες (γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.

Middle Liddell

κόλον, ου, τό,
the colon or lower intestine, Ar. [from κόλος

Frisk Etymology German

κόλον: {kólon}
Grammar: n.
Meaning: Dickdarm, Grimmdarm (Ar. Eq. 455, Arist., Nik., Poll.); Ben. einer in Töpfen verwahrten Speise (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), nach Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Etymology : Ohne überzeugende Erklärung. Bq denkt zögernd an κυλλός krumm, κελλόν· στρεβλόν H. Nach anderen (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) gehört dazu καλίδια· ἔντερα. Κύπριοι H. (s. d.).
Page 1,902