χάϊος: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chaios | |Transliteration C=chaios | ||
|Beta Code=xa/i+os | |Beta Code=xa/i+os | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], α, ον,</b> <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">ᾱ], α, ον,</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[genuine]], [[true]], [[good]], Lacon. word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>91</span>; Comp. [[χαϊώτερος]] ib.<span class="bibl">1157</span>; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου <span class="bibl">Alex.Aet.7</span> (Valck. for [[ἀρχαίου]]); cf. [[βαθυχάϊος]]:—also χᾱός, όν<b class="b3">, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν</b> [[the good men]] of olden time, <span class="bibl">Theoc.7.5</span>, ubi v. Sch., cf. [[χάσιος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον, A genuine, true, good, Lacon. word in Ar.Lys.91; Comp. χαϊώτερος ib.1157; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Alex.Aet.7 (Valck. for ἀρχαίου); cf. βαθυχάϊος:—also χᾱός, όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν the good men of olden time, Theoc.7.5, ubi v. Sch., cf. χάσιος.
German (Pape)
[Seite 1324] ΐα, ϊον, echt, edel, gut, lakonisches Wort bei Ar. Lys. 90, χαϊώτερος 1157, aber mit zweideutiger Anspielung auf χάω, χαίνω, aufklaffend. Die Gramm. erwähnen noch χαός, χαιός, χάσιος, vgl. Lob. Phryn. 404.
Greek (Liddell-Scott)
χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, ἀληθής, ἀγαθός, Λάκων. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, αὐτόθι 1157· Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. βαθυχάϊος· ― φέρεται καὶ χαός, όν· χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, ἔνθα ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει χάσιος, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·
French (Bailly abrégé)
α, ον :
respectable, noble, bon.
Étymologie: DELG rien de clair.
English (Slater)
χᾱϊος, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.
Greek Monolingual
-ΐα, -ον, και χαός, -όν, Α
αληθινός, γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως εξής: χά(h)ϊος < χάσιος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χάσιος
αγαθός, χρηστός) με απώλεια του ενδοφωνηεντικού -σ- < χάτιος με συριστικοποίηση του οδοντικού < θ. χατο- (πρβλ. την γλώσσα του Ησύχ. εύ-χατότερον- πλουσιώτερον). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη ρίζα ghă με οδοντικό χαρακτήρα -t- / -d- και συνδέεται με τα γερμ. gut, γοτθ. gops (< gōda-) με σημ. «καλός, αγαθός», τα οποία βέβαια πρέπει να διαχωριστούν από την οικογένεια λ. που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghedh- «συνδέω, ενώνω» με την οποία συνήθως συνδέονται].
Greek Monotonic
χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, αληθινός, καλός, Λακων. λέξη σε Αριστοφ.· ομοίως, χᾶός, -όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οι καλοί άνθρωποι των παλιών χρόνων, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
χάϊος: (ᾱ) лак. хороший, главный, благородный Arph.
Frisk Etymology German
χάϊος: (-α-)
{kháïos}
Grammar: lakon. Adj.,
Meaning: etwa von guter Herkunft, edel, gut (Ar. Lys. 91)
Composita : mit Komp. χαϊώτερος (ebd. 1157); auch χαός ib. (Theok. 7, 5); βαθυχάϊος Bed. unbek. (A. Supp. 858 [lyr.], Text unsicher).
Etymology : Wohl zu χάσιος· ἀγαθός, χρηστός H. mit lakon. Schwund des -σ-. Sonst isoliert. Von Legerlotz KZ 8, 416 u. Lagercrantz KZ 35, 287f. (WP. 1, 532) als urgr. *χάτιος mit germ., z.B. got. goþs, nhd. gut, alb. zot tüchtig verglichen.
Page 2,1062