εὐμαθής: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>, [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (μαθεῖν) A ready or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R.486c, al.; τινος Id.Ep.344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. -θῶς, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116: Comp. -έστερον Pl.Lg.723a. II Pass., easy to learn or know, intelligible, A.Eu.442, Arist.Rh.1409b4; εὐ. φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐ. X.Oec.20.14, cf. S.Tr.614: Comp., διήγησις Plb.14.12.5.
German (Pape)
[Seite 1079] ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Ggstz δυσμαθής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαθέστεροι γενήσεσθε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαθῶς παρακολουθεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαθέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαθεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαθέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ ταχέως μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ δυσμαθής, Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· πρός τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς φώνημα, εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ κεῖνος εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, ἔνθα αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις εἶναι κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à apprendre ou à comprendre ou à reconnaître;
2 qui apprend facilement.
Étymologie: εὖ, μανθάνω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. α-μαθής, πολυ-μαθής].
Greek Monotonic
εὐμᾰθής: -ές (μανθάνω),
I. πρόθυμος ή γρήγορος στη μάθηση, Λατ. docilis, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. -θῶς, σε Αισχίν.
II. Παθ., αυτός που μαθαίνει εύκολα, εύληπτος, ευνόητος, σε Αισχύλ.· πασίγνωστος, πασιφανής, ευδιάγνωστος, ευκρινής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰθής:
1) способный к учению, легко воспринимающий, хорошо усваивающий, понятливый Plat., Dem., Arst.;
2) легкий для понимания, легко усваиваемый (εὔγνωστος καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ εὐμνημόνευτος Arst.);
3) легко узнаваемый, хорошо знакомый (φώνημα Soph.).
Middle Liddell
εὐ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. ready or quick at learning, Lat. docilis, Plat., Dem.:—adv. -θῶς, Aeschin.
II. pass. easy to learn or discern, intelligible, Aesch.: well-known, Soph.
English (Woodhouse)
docile, familiar, intelligible, well-known, easy to understand, quick at learning, quick in intelligence