πάνορμος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνορμος''': -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα [[ναῦς]] καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων παραθαλασσίων [[πόλεων]] [[μετὰ]] λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ [[χώρα]] τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - [[Κατὰ]] Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, [[πόλις]] Σικελίας καὶ [[λιμήν]], ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ [[πολίτης]] Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - [[Κατὰ]] τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ [[ὁμώνυμος]] [[πόλις]] ἐν Σικελίᾳ».
|lstext='''πάνορμος''': -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα [[ναῦς]] καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων παραθαλασσίων [[πόλεων]] μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ [[χώρα]] τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - [[Κατὰ]] Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, [[πόλις]] Σικελίας καὶ [[λιμήν]], ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ [[πολίτης]] Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - [[Κατὰ]] τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ [[ὁμώνυμος]] [[πόλις]] ἐν Σικελίᾳ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνορμος Medium diacritics: πάνορμος Low diacritics: πάνορμος Capitals: ΠΑΝΟΡΜΟΣ
Transliteration A: pánormos Transliteration B: panormos Transliteration C: panormos Beta Code: pa/normos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A always fit for mooring in, λιμένες Od.13.195. II

German (Pape)

[Seite 461] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.

Greek (Liddell-Scott)

πάνορμος: -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα ναῦς καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, ὄνομα διαφόρων παραθαλασσίων πόλεων μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ χώρα τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - Κατὰ Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, πόλις Σικελίας καὶ λιμήν, ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ πολίτης Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ ὁμώνυμος πόλις ἐν Σικελίᾳ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sûr pour atterrir ou mettre à l’ancre.
Étymologie: πᾶν, ὅρμος.

English (Autenrieth)

offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος / πάνορμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για λιμάνι ή όρμο) αυτός στον οποίο είναι δυνατή η ασφαλής καταφυγή πλοίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο πάνορμος
φυσικό λιμάνι ή όρμος στον οποίο προσορμίζεται πλοίο με κάθε άνεμο
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ονομασία διαφόρων παραθαλάσσιων πόλεων με λιμάνι, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η αρχαία ελληνική αποικία Πάνορμος στη Σικελία, το σημερινό Παλέρμο («Σαλόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶν Ἐλύμων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅρμος (ΙΙ) (πρβλ. άν-ορμος)].

Greek Monotonic

πάνορμος: -ον·
I. αυτός που είναι καθόλα κατάλληλος για προσάραξη ή αποβίβαση, σε Ομήρ. Οδ. II.Πάνορμος, , αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, -ιδος, , η γεωγραφική περιοχή του, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

πάνορμος: (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).

Middle Liddell

πάν-ορμος, ον,
I. always fit for landing in, Od.
II.