προσεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosektikos
|Transliteration C=prosektikos
|Beta Code=prosektiko/s
|Beta Code=prosektiko/s
|Definition=ή, όν, (προσέχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[attentive]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.5.5</span> (Comp.); ἀκροατής <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a36</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>163 (Comp.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[assiduously]], [[attentively]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.250S., Gal.4.445: Comp. <b class="b3">-ώτερον</b> [[more cautiously]], <span class="bibl">Sor.1.55</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[capable of holding the attention]] of a listener, λόγος <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>.</span>
|Definition=ή, όν, ([[προσέχω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[attentive]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.5.5</span> (Comp.); [[ἀκροατής]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a36</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>163 (Comp.). Adv. [[προσεκτικῶς]] = [[assiduously]], [[attentively]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.250S., Gal.4.445: Comp. [[προσεκτικώτερον]] = [[more cautiously]], <span class="bibl">Sor.1.55</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[capable]] of holding the [[attention]] of a [[listener]], [[λόγος]] <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσεκτικός --όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.
|elnltext=προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:28, 19 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτικός Medium diacritics: προσεκτικός Low diacritics: προσεκτικός Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosektikós Transliteration B: prosektikos Transliteration C: prosektikos Beta Code: prosektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (προσέχω) A attentive, X.Mem.3.5.5 (Comp.); ἀκροατής Arist.Rh.1415a36, Ps.-Plu.Vit.Hom.163 (Comp.). Adv. προσεκτικῶς = assiduously, attentively, Phld.Rh.1.250S., Gal.4.445: Comp. προσεκτικώτερον = more cautiously, Sor.1.55. II capable of holding the attention of a listener, λόγος Hermog.Inv.3.2.

German (Pape)

[Seite 758] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτικός: -ή, -όν, (προσέχω) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attentif : τινι à qch;
Cp. προσεκτικώτερος.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν προσέχω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Greek Monotonic

προσεκτικός: -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτικός: внимательный (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).

Middle Liddell

προσεκτικός, ή, όν προσέχω
attentive, Xen.