ἀνεπιτήδειος: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -εος Hdt.1.175<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α <i>Gp</i>.5.26.3, 12.3.5]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadecuado para]] c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.<i>Sph</i>.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.<i>Lg</i>.813b, πρὸς καλλιοινίαν <i>Gp</i>.5.26.3.<br /><b class="num">2</b> abs. de pers. [[incapaz]], [[inútil]], [[inexperto]] en cosas del mar, X.<i>HG</i> 1.6.4, cf. <i>PSI</i> 234.15 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[impropio]], [[inadecuado]] de alimentos, Hp.<i>VM</i> 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.<i>Acut</i>.17, λόγος Pl.<i>Ti</i>.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible</i> Arist.<i>Pol</i>.1258<sup>a</sup>27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ <i>Gp</i>.12.3.5, βιβλιοθήκη <i>PFam.Teb</i>.15.115 (II d.C.), τόποι <i>PFam.Teb</i>.15.68 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν [[hacer alguna inconveniencia]], [[obrar mal]] ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8<br /><b class="num">•</b>τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio</i> Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.<i>AI</i> 12.58.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[enemigo]], [[desafecto]] c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos</i> Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.<i>HG</i> 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2<br /><b class="num">•</b>[[oponente político]] ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65<br /><b class="num">•</b>de cosas [[hostil]] στῆλαι σαι (<i>sic</i>) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>43A.34 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>de augurios [[contrario]] X.<i>HG</i> 1.4.12.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: πράττειν [[estar en dificultades, en mala situación]] Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
ον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:— A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. -ως, πράττειν fare ill, opp. εὖ πράττειν, ib.5; ἀ. ἔχειν Plu.2.819a: Comp. -ότερον Pl.Lg.813b. 2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀ. ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.
German (Pape)
[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. qui n’est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: ἀ, ἐπιτήδειος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. -εος Hdt.1.175
• Morfología: [fem. -α Gp.5.26.3, 12.3.5]
I 1inadecuado para c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2
•de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.Sph.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b, πρὸς καλλιοινίαν Gp.5.26.3.
2 abs. de pers. incapaz, inútil, inexperto en cosas del mar, X.HG 1.6.4, cf. PSI 234.15 (II d.C.)
•de cosas y abstr. impropio, inadecuado de alimentos, Hp.VM 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.Acut.17, λόγος Pl.Ti.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible Arist.Pol.1258a27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ Gp.12.3.5, βιβλιοθήκη PFam.Teb.15.115 (II d.C.), τόποι PFam.Teb.15.68 (II d.C.)
•neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν hacer alguna inconveniencia, obrar mal ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8
•τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.AI 12.58.
II de pers. enemigo, desafecto c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.HG 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2
•oponente político ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65
•de cosas hostil στῆλαι σαι (sic) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι IG 2243A.34 (IV a.C.)
•de augurios contrario X.HG 1.4.12.
III adv. -ως: πράττειν estar en dificultades, en mala situación Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνεπιτήδειος, -ον)
ακατάλληλος
νεοελλ.
αδέξιος, ανίκανος
αρχ.
1. επιβλαβής
2. μη ευνοϊκός, εχθρικός
3. δυσμενής, δυσοίωνος
4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος
5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω
είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ.
Greek Monotonic
ἀνεπιτήδειος: -ον, Ιων. -επιτήδειος, -η, -ον,
1. ακατάλληλος, άχρηστος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.· επιβλαβής, φθονερός, βλαβερός, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αγενής, μη φιλικός, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιτήδειος: 2, ион. ἀνεπιτήδεος 3
1) неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;
2) неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);
3) неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).
Middle Liddell
1. unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc.
2. unkind, unfriendly, Thuc., Xen.