ὕπερθεν: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπερθεν''': καὶ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ὕπερθε (ὕπερθ’ Ἰλ. Ε. 503. Αἰσχύλ. Θήβ. 228)· Αἰολ. ὕπερθα, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 606· Ἐπίρρ.· (ὑπέρ)· - [[ἄνωθεν]], ἐκ τῶν ἄνω, ἢ (συχνότερον) [[ἁπλῶς]] [[ὑπεράνω]], [[τάφρος]] καὶ [[τεῖχος]] ὑπ. Ἰλ. Μ. 4, κλπ· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνω, κατὰ τὰ ἄνω μέρη, ὕπ. φοξὸς ἔην κεφαλὴν Β. 218, πρβλ. Ε. 122· [[ἔνερθε]] πόδες καὶ χεῖρες ὕπ. Ν. 75 τὰ ματρόθεν μὲν [[κάτω]], τὰ δ’ ὕπ. πατρὸς Πινδ. Π. 2. 88· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 4, 4, Ἀπομν. 1. 4, 11· τὸ ὕπ. [τῆς γῆς] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 2. 2) [[ἄνωθεν]], ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ἐκ τῶν θεῶν, Ἰλ. Η. 101, Ὀδ. Ω. 344, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 13. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, [[τοτὲ]] μὲν ἄπορα, [[τοτὲ]] δ’ [[ὕπερθεν]], χείρονα τῶν ἀπόρων, Σοφ. Ο. Κ. 1745. ΙΙ. | |lstext='''ὕπερθεν''': καὶ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ὕπερθε (ὕπερθ’ Ἰλ. Ε. 503. Αἰσχύλ. Θήβ. 228)· Αἰολ. ὕπερθα, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 606· Ἐπίρρ.· (ὑπέρ)· - [[ἄνωθεν]], ἐκ τῶν ἄνω, ἢ (συχνότερον) [[ἁπλῶς]] [[ὑπεράνω]], [[τάφρος]] καὶ [[τεῖχος]] ὑπ. Ἰλ. Μ. 4, κλπ· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνω, κατὰ τὰ ἄνω μέρη, ὕπ. φοξὸς ἔην κεφαλὴν Β. 218, πρβλ. Ε. 122· [[ἔνερθε]] πόδες καὶ χεῖρες ὕπ. Ν. 75 τὰ ματρόθεν μὲν [[κάτω]], τὰ δ’ ὕπ. πατρὸς Πινδ. Π. 2. 88· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 4, 4, Ἀπομν. 1. 4, 11· τὸ ὕπ. [τῆς γῆς] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 2. 2) [[ἄνωθεν]], ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ἐκ τῶν θεῶν, Ἰλ. Η. 101, Ὀδ. Ω. 344, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 13. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, [[τοτὲ]] μὲν ἄπορα, [[τοτὲ]] δ’ [[ὕπερθεν]], χείρονα τῶν ἀπόρων, Σοφ. Ο. Κ. 1745. ΙΙ. μετὰ γεν., πλέον, [[ὑπεράνω]], Πινδ. Π. 4. 342, Αἰσχύλ. Ἀγ. 232, κλπ.· ὕπ. γίγνομαί τινος, [[γίνομαι]] ἀνώτερός τινος, νικῶ τινα, Εὐρ. Βάκχ. 904· οὕτω καί, μόχθων δ’ οὐκ [[ἄλλος]] [[ὕπερθεν]] ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι, δὲν ὑπάρχει [[ἄλλος]] [[ἀνώτερος]] (δηλ. [[χείρων]]) [[μόχθος]] κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 650. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
also ὕπερθε Il.5.503, Od.14.476, (ὕπερθ') A.Th.228 (lyr.), PHib. (v. infr.); Aeol. ὕπερθα A.D.Adv.193.13: Adv.: (ὑπέρ):—A from above or (more freq.) merely above, τάφρος καὶ τεῖχος ὕ. Il.12.4, etc.: of the body, above, in the upper parts, ὕ. φοξὸς ἔην κεφαλήν 2.218; ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕ. 13.75, cf. 5.122; τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕ. πατρός Pi.P.2.48: rare in Prose, X.An.1.4.4, Mem.1.4.11, Sor. 1.18; τὸ ὕ. [τῆς γῆς] Arist.Mu.391b14; Ὀξυρύγχων πόλις ἡ ὕπερθε Μέμφεως PHib.1.95.5 (iii B. C.). 2 from heaven above, Od.24.344, h.Cer.13; i. e. from the gods, Il.7.101. 3 of Degree, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ' ὕ. sometimes yet more, S.OC1745 (lyr.). II c. gen., above, over, Pi.P.4.192, Simon.37.9, A.Ag.232 (lyr.), etc.; ὕ. μόχθων ἐγένεθ' got the better of... E.Ba.904 (lyr.); also ὕπερθεν ἢ . . above or beyond, i. e. worse than... Id.Med.650 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕπερθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ὕπερθε (ὕπερθ’ Ἰλ. Ε. 503. Αἰσχύλ. Θήβ. 228)· Αἰολ. ὕπερθα, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 606· Ἐπίρρ.· (ὑπέρ)· - ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἢ (συχνότερον) ἁπλῶς ὑπεράνω, τάφρος καὶ τεῖχος ὑπ. Ἰλ. Μ. 4, κλπ· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνω, κατὰ τὰ ἄνω μέρη, ὕπ. φοξὸς ἔην κεφαλὴν Β. 218, πρβλ. Ε. 122· ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπ. Ν. 75 τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ’ ὕπ. πατρὸς Πινδ. Π. 2. 88· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 4, 4, Ἀπομν. 1. 4, 11· τὸ ὕπ. [τῆς γῆς] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 2. 2) ἄνωθεν, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ἐκ τῶν θεῶν, Ἰλ. Η. 101, Ὀδ. Ω. 344, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 13. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ’ ὕπερθεν, χείρονα τῶν ἀπόρων, Σοφ. Ο. Κ. 1745. ΙΙ. μετὰ γεν., πλέον, ὑπεράνω, Πινδ. Π. 4. 342, Αἰσχύλ. Ἀγ. 232, κλπ.· ὕπ. γίγνομαί τινος, γίνομαι ἀνώτερός τινος, νικῶ τινα, Εὐρ. Βάκχ. 904· οὕτω καί, μόχθων δ’ οὐκ ἄλλος ὕπερθεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος (δηλ. χείρων) μόχθος κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 650.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 d’en haut, càd du ciel, des dieux;
2 en haut, au-dessus ; fig. plus ; avec un gén. : au-dessus de : ὕπερθεν εἶναι ἤ EUR être au-dessus de, en mauv. part pire que.
Étymologie: ὑπέρ, -θεν.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὕπερθεν: και χάριν μέτρου -θε (ὑπέρ),
I. 1. εκ των άνω ή απλά υπεράνω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το σώμα, άνω, στα άνω μέλη, αντίθ. προς το ἔνερθε, στο ίδ.
2. από τον ουρανό, δηλ. από τους θεούς, σε Όμηρ.
3. λέγεται για βαθμό, ακόμη περισσότερο, σε Σοφ.
II. με γεν., υπεράνω, πλέον, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὕπερθεν γίγνεσθαί τινος, νικώ, υπερισχύω κάποιου, σε Ευρ.· επίσης, ὕπερθεν εἶναιἤ..., είμαι ανώτερος ή καθ' υπέρβαση, δηλ. χειρότερος από..., στον ίδ.
Middle Liddell
ὕπερθε metri grat.] ὑπέρ
I. from above or merely above, Il.: of the body, above, in the upper parts, opp. to ἔνερθε, Il.
2. from heaven above, i. e. from the gods, Hom.
3. of Degree, yet more, Soph.
II. c. gen. above, over, Pind., Aesch., etc.; ὕπ. γίγνεσθαί τινος to get the better of one, Eur.; also, ὕπερθεν εἶναι ἢ . . , to be above or beyond, i. e. worse than . . , Eur.