ἐπιδίζημαι: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν | |mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῖν ὁ [[λόγος]] τον τε Κῡρον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαιτώ]], [[ζητώ]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίζημαι]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
English (LSJ)
A inquire besides, go on to inquire, Hdt.1.95. 2. seek for or demand besides, Id.5.106: so ἐπιδίζομαι Mosch.2.28.
German (Pape)
[Seite 938] (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 rechercher en outre;
2 demander en outre.
Étymologie: ἐπί, δίζημαι.
Greek Monolingual
ἐπιδίζημαι (Α)
1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῖν ὁ λόγος τον τε Κῡρον», Ηρόδ.)
2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»].
Greek Monotonic
ἐπιδίζημαι: αποθ.,
1. ερευνώ επιπλέον, προχωρώ παραπέρα στην εξερεύνηση, σε Ηρόδ.·
2. ψάχνω για κάτι ή αιτούμαι επιπλέον, στον ίδ.· ομοίως και, ἐπιδίζομαι, σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδίζημαι:
1) рассматривать (вопрос), исследовать: ἐπιδίζηται τὸ ἐνθεῦτεν ἡμῖν ὁ λόγος τὸν Κῦρον Her. отныне речь у нас пойдет о Кире;
2) требовать (еще): τί δ᾽ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιέοιμι ταῦτα; Her. с какой целью я стал бы это делать?
Middle Liddell
ἐπιδίζομαι
Dep.
1. to inquire besides, to go on to inquire, Hdt.
2. to seek for or demand besides, Hdt.; so, ἐπιδίζομαι, Mosch.