λιμένας: Difference between revisions
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λιμήν]], ο (AM [[λιμήν]], -[[ένος]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[περιοχή]] θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, [[παραμονή]], [[φόρτωση]] και [[εκφόρτωση]] τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. [[λιμάνι]] («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ασφαλές [[καταφύγιο]] («[[οὗτος]]... λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου συγκεντρώνει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[δοχείο]], [[θήκη]] ή [[ταμείο]] («πλούτου [[λιμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη [[Θεσσαλία]] και στην Πάφο) [[αγορά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[πηγή]] της γέννησης, η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λι</i>-<i>μήν</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μήν</i>, -[[μένος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[λιμήν]], ο (AM [[λιμήν]], -[[ένος]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[περιοχή]] θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, [[παραμονή]], [[φόρτωση]] και [[εκφόρτωση]] τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. [[λιμάνι]] («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ασφαλές [[καταφύγιο]] («[[οὗτος]]... λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου συγκεντρώνει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[δοχείο]], [[θήκη]] ή [[ταμείο]] («πλούτου [[λιμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη [[Θεσσαλία]] και στην Πάφο) [[αγορά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[πηγή]] της γέννησης, η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λι</i>-<i>μήν</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μήν</i>, -[[μένος]] ([[πρβλ]]. [[ποιμήν]], [[πυθμήν]]). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως <i>ri</i>-<i>mene</i>, που αποτελεί πιθ. [[τοπωνύμιο]]. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. [[λιμάνι]] .<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμένιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενίζω]], [[λιμένιος]], [[λιμενίτης]], [[λιμενίτις]], [[λιμηρός]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιμενιτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενάριον]], [[λιμενεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιμενίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμενοειδής]], [[λιμενοφύλακας]](-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενήοχος]], [[λιμενορμίτης]], [[λιμενοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενοποιία]], [[λιμενουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενάρχης]], [[λιμενοβραχίονας]], [[λιμενοδείκτης]], [[λιμενολόγιο]], [[λιμενοσταθμάρχης]], [[λιμενόφραγμα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευλιμήν]] <b>νεοελλ.</b> [[αερολιμένας]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λιμήν, ο (AM λιμήν, -ένος)
1. φυσική ή τεχνητή περιοχή θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, παραμονή, φόρτωση και εκφόρτωση τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. λιμάνι («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. ασφαλές καταφύγιο («οὗτος... λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», Ευρ.)
αρχ.
1. μέρος όπου συγκεντρώνει κάποιος κάτι, δοχείο, θήκη ή ταμείο («πλούτου λιμήν», Αισχύλ.)
2. (στη Θεσσαλία και στην Πάφο) αγορά
3. μτφ. η πηγή της γέννησης, η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λι-μήν συνδέεται άμεσα με τη λ. λειμών και εμφανίζει επίθημα -μήν, -μένος (πρβλ. ποιμήν, πυθμήν). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως ri-mene, που αποτελεί πιθ. τοπωνύμιο. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. λιμάνι .
ΠΑΡ. λιμένιο(ν)
αρχ.
λιμενίζω, λιμένιος, λιμενίτης, λιμενίτις, λιμηρός (II)
αρχ.-μσν.
λιμενιτικός
μσν.
λιμενάριον, λιμενεύω
μσν.- νεοελλ.
λιμενίσκος
νεοελλ.
λιμενικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμενοειδής, λιμενοφύλακας(-αξ)
αρχ.
λιμενήοχος, λιμενορμίτης, λιμενοσκόπος
μσν.
λιμενοποιία, λιμενουργία
νεοελλ.
λιμενάρχης, λιμενοβραχίονας, λιμενοδείκτης, λιμενολόγιο, λιμενοσταθμάρχης, λιμενόφραγμα. (Β' συνθετικό) αρχ. ευλιμήν νεοελλ. αερολιμένας].