εὐθηνία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form [[εὐθένεια]], u. erkl. [[εὐετηρία]] als att. dafür; als v. l. finden sich [[εὐθενία]] u. [[εὐσθένεια]]), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω [[εὐδαιμονία]] – [[εὐθηνία]] κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. v. l., aber H. A. 8, 19 mit den v. l. [[εὐθένεια]] u. [[εὐσθένεια]]. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form [[εὐθένεια]], u. erkl. [[εὐετηρία]] als att. dafür; als [[varia lectio|v.l.]] finden sich [[εὐθενία]] u. [[εὐσθένεια]]), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω [[εὐδαιμονία]] – [[εὐθηνία]] κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. [[varia lectio|v.l.]], aber H. A. 8, 19 mit den [[varia lectio|v.l.]] [[εὐθένεια]] u. [[εὐσθένεια]]. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:32, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηνία Medium diacritics: εὐθηνία Low diacritics: ευθηνία Capitals: ΕΥΘΗΝΙΑ
Transliteration A: euthēnía Transliteration B: euthēnia Transliteration C: efthinia Beta Code: eu)qhni/a

English (LSJ)

ἡ, A prosperity, plenty, LXX Ge.41.29, al., Ph.2.1, al.; ὅπως οἱ ἄλλοι ἐν εὐθηνίᾳ ὦσι OGI90.13 (Rosetta, ii B.C.); ὑπηρετεῖν τῇ τε εὐθηνίᾳ καὶ τῇ εὐδαιμονίᾳ ib.669.4 (Egypt, i A.D.); τῶν τὰς καλὰς ἀγόντων ἡμέρας εὐθηνία, description of Isis, POxy.1380.135 (ii A.D.); πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας Peripl.M.Rubr.48; σώματος good condition, Andronic. Rhod.p.573 M. 2 personified as a goddess, Abundance, Plenty, IG4.676 (Thyreatis), J. of P.11.144 (Anazarba), prob. in CIL10.1624 (Puteoli). 3 generally, abundance, φρονήσεως Ph.1.618; τῶν ἀναγκαίων Id.Fr.109 H.; v.l. in Arist.Rh.1360b16, al. II like Lat. annona, corn-supply, εἰς εὐθηνίαν σιτωνίας SIG783.16 (Mantinea, i B.C.); ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐθηνία Plu.2.307d; εὐθηνίας ἐπιμελητής IG4.795 (ii A.D.); γεναμένῳ ἀγορανόμῳ καὶ ἐπὶ τῆς εὐθηνίας Mitteis Chr.227.9 (ii A.D.), cf.PFlor. 382.76 (iii A.D.), OGI705 (Alexandria, ii A.D., εὐθυνίας lapis); κοσμητεύσας εὐθηνίας (v. εὐθένεια). 2 alargess of corn, εὐθηνία ἔτους τρίτου, personified on coins of Alexandria, BMus.Cat.Coins No.1164: so in plural, χρήματα πολιτικὰ ἐς εὐθηνίας ἢ νομὰς ἀθροιζόμενα Hdn.7.2.5.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form εὐθένεια, u. erkl. εὐετηρία als att. dafür; als v.l. finden sich εὐθενία u. εὐσθένεια), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω εὐδαιμονίαεὐθηνία κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. v.l., aber H. A. 8, 19 mit den v.l. εὐθένεια u. εὐσθένεια. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηνία: ἡ, ἀφθονία πράγματός τινος, εὐθηνία κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ κατάστασις, εὐδαιμονία, Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους ὅπως ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν πόλεων καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: ὡσαύτως, εὐθενίας ἔπαρχος = ἐπιμελητής, 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. αὐτόθι 3769.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance, plénitude.
Étymologie: cf. εὐθηνέω.

Greek Monolingual

και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία)
1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή
2. η ευτέλεια, η ποταπότητα
αρχ.-μσν.
1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ)
2. ευημερία, ευμάρεια
αρχ.
1. περίσσεια, επάρκειαεὐθηνία φρονήσεως»)
2. προμήθεια, εφοδιασμός
3. δωρεάν διανομή σταριού
4. φρ. α) «σώματος εὐθηνία» — καλὴ φυσική κατάσταση
β) «εὐθηνίας ἐπιμεληταί», «εὐθηνίας ἔπαρχοι» — άρχοντες αρμόδιοι να εποπτεύουν την κατάσταση τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ, παράλλ. τ. του ευθενώ].

Russian (Dvoretsky)

εὐθηνία:
1) достаток, изобилие (κτημάτων Arst.; ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐ. Plut.);
2) благополучие, здоровье (σωμάτων Arst.).