ἐριδαίνω: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.") |
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eridaino | |Transliteration C=eridaino | ||
|Beta Code=e)ridai/nw | |Beta Code=e)ridai/nw | ||
|Definition=impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἠρίδαινον <span class="bibl">Babr.68.3</span> : Ep. aor. I ἐρίδηνα <span class="bibl">A.R.1.89</span> : —Med., <span class="bibl">Q.S.5.105</span> : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι <span class="bibl">Il.23.792</span> (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); | |Definition=impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἠρίδαινον <span class="bibl">Babr.68.3</span> : Ep. aor. I ἐρίδηνα <span class="bibl">A.R.1.89</span> : —Med., <span class="bibl">Q.S.5.105</span> : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι <span class="bibl">Il.23.792</span> (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); elsewhere Hom. uses only pres. : (ἐρίζω):—[[wrangle]], [[quarrel]], μετ' ἀνδράσι <span class="bibl">Od.21.310</span>; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν <span class="bibl">Il.2.342</span>; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. <span class="bibl">Od.18.403</span>; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. <span class="bibl">Il.1.574</span>; <b class="b3">εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ</b>. we [[strive]] (as for a prize) for her excellence, <span class="bibl">Od.2.206</span> : c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν <span class="bibl">Il.16.765</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.89</span>; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος <span class="bibl">Od.1.79</span>; τι in a thing, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>262</span>; of war, first in <span class="bibl">A.R.2.986</span>, etc.:—Med., <b class="b3">ποσσὶν ἐριδήσασθαι</b> [[compete in]] the foot-race, <span class="bibl">Il.23.792</span>.—Ep. word : also c. acc., <b class="b3">τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν</b> (fort. <b class="b3">-δμαίνειν</b>) Demetr.Byz. ap.<span class="bibl">Ath.10.452d</span>; <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>6</span> may be a reminiscence of <span class="bibl">A.R.1.89</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:39, 27 July 2022
English (LSJ)
impf. A ἠρίδαινον Babr.68.3 : Ep. aor. I ἐρίδηνα A.R.1.89 : —Med., Q.S.5.105 : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι Il.23.792 (with vv.ll., dub.); elsewhere Hom. uses only pres. : (ἐρίζω):—wrangle, quarrel, μετ' ἀνδράσι Od.21.310; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν Il.2.342; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. Od.18.403; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. Il.1.574; εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ. we strive (as for a prize) for her excellence, Od.2.206 : c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν Il.16.765, cf. A.R.1.89; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος Od.1.79; τι in a thing, Call.Dian.262; of war, first in A.R.2.986, etc.:—Med., ποσσὶν ἐριδήσασθαι compete in the foot-race, Il.23.792.—Ep. word : also c. acc., τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν (fort. -δμαίνειν) Demetr.Byz. ap.Ath.10.452d; Luc.Pisc.6 may be a reminiscence of A.R.1.89.
German (Pape)
[Seite 1028] (ἔρις), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch ἀντία πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie ἐρεθίζω, Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die v.l. ἐριζήσασθαι sich findet].
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῐδαίνω: παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: (ἐρίζω). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· ὡσαύτως, ἀντία πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ χωρίον ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. et ao.
être en querelle ou en lutte : τινι avec qqn ; μετά τινι OD, ἀντία τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn ou de qch;
Moy. (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.
Étymologie: ἔρις.
English (Autenrieth)
(ἔρις), mid. aor. 1 inf. ἐρῖδήσασθαι: contend, dispute, strive, vie with; τινί, ἀντία τινός, Od. 1.79; ἕνεκα, περί τινος, β 2, Od. 18.403; abs., ποσσίν, ‘in running,’ Il. 23.792; fig., of winds, Il. 16.765.
Greek Monolingual
ἐριδαίνω (Α) έρις
1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.)
2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐρῐδαίνω: Επικ. αόρ. αʹ ἐρίδηνα, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ ἐριδδήσασθαι (ἐρίζω)· φιλονικώ, μαλώνω, διαφωνώ, αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, συναγωνίζομαι μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐδαίνω:
1) спорить, ссориться (τινί и μετά τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; ἀντία πάντων ἐριδαινέμεν Hom. враждовать со всеми;
2) соревноваться, состязаться (εἵνεκα τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
Middle Liddell
ἐρίζω
to wrangle, quarrel, dispute, Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to contend with them in the foot-race, Il.