ἐξέδρα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξέδρα:''' ἡ экседра (крытая галерея с сиденьями) Eur., Diod., Plut., Diog. L. | |elrutext='''ἐξέδρα:''' ἡ [[экседра]] (крытая галерея с сиденьями) Eur., Diod., Plut., Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐξ-έδρα, ἡ, <i>n</i><br />Lat. [[exhedra]], a [[hall]] or arcade in the gymnasia, a [[sort]] of [[cloister]], Eur. | |mdlsjtxt=ἐξ-έδρα, ἡ, <i>n</i><br />Lat. [[exhedra]], a [[hall]] or arcade in the gymnasia, a [[sort]] of [[cloister]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A hall or arcade furnished with recesses and seats, in the gymnasia, E.Or.1449 (anap.), Men.Kon.10, IPE12.182 (Olbia), IG 12(3).1091 (Melos), BGU931.26 (i A. D.), etc.; in the schools of Philosophers, Phld.Acad.Ind.p.100M., Str.17.1.8, Cic.Fin.5.2.4, Vitr.5.11.2; in a private house, Gal.14.18. 2 bench, seat, in front of a house, D.L.4.19; any public bench, Str.13.4.5, D.Chr.28.2; belvedere, Nic.Dam.Fr.1J. 3 parlour or saloon, LXXEz.40.44, Cic. Orat.3.5.17, ND1.6.15, Vitr.6.7.3, 7.3.4, POxy.912.13 (iii A.D.); the hall in Pompey's theatre at Rome, where the Senate met, Plu. Brut.14, 17.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, ein Sitz draußen, bes. ein bedeckter Gang vor dem Hause, mit Sitzen versehen; Eur. Or. 1449 u. Sp., wie D. L. 3, 19; vgl. Poll. 1, 79; späterer Ausdruck für παστάς, 7, 122; Harpocr. v. λέσχη. Bei den Römern ist exedra bes. ein Gesellschastszimmer, Cic. Or. 3, 5 de N. D. 1, 6 vgl. Vitruv. 5, 11. 7, 9; Gemach übh., Varr. R. R. 3, 5; Plut. Brut. 14. 17 nennt so die Halle am Theater des Pompejus, wo sich oft der Senat versammelte.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέδρα: ἡ, οἰκημάτιον παρὰ τὴν κυρίως οἰκίαν, ἔκλῃσε δ’ ἄλλον ἄλλοσ’ ἐν στέγαισι, τοὺς μὲν ἐν σταθμοῖς ἱππικοῖς, τοὺς δ’ ἐν ἐξέδραισι Εὐρ. Ὀρ. 1449, ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει: «ἄλλον δ’ ἄλλοσε ἀγαγὼν ἔκλεισε, τοὺς μὲν ἐν τῷ (κοινῶς) σταύλῳ, τοῦς δὲ ἐν τῷ οἴκω τοῦ ἀποπάτου»· ― ὡς μέρος τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Μουσείου, στοὰ ἢ αἴθουσα μετὰ καθισμάτων ἔνθα συνήρχοντο οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ῥήτορες καὶ ὁμιληταὶ αὐτῶν, Στράβων 793, Κικ. Fin. 2. 4, Βιτρούβ. 5. 11: ― συχνάκις ἐν ἐπιγραφαῖς, ἔνθα ἀναγράφεται ὅτι τις ἀνήγειρε πρὸς χρῆσιν τοῦ δημοσίου ἐξέδραν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2088, 2430 κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐξέδριον: ― ἴδε Βεκκήρου Χαρικλέα 303. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, αἴθουσα, Κικ. de Or. 3. 5, Ν. Δ. 1. 6, πρβλ. Βιτρούβ. 5. 11· ― ἰδίως ἡ ἐν τῇ στοᾷ τῇ περὶ τὸ θέατρον τοῦ Πομπηΐου αἴθουσα ἐν Ρώμῃ, ἔνθα ἡ Σύγκλητος συνήρχετο, Πλουτ. Βροῦτ. 14, 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
exèdre, emplacement couvert avec sièges devant la maison (pour se réunir, converser, etc.) ; à Rome salle de séances du sénat.
Étymologie: ἐξ, ἕδρα.
Greek Monolingual
η (Α ἐξέδρα) έδρα
νεοελλ.
1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα
2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις
3. είδος κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.
4. αποχωρητήριο
αρχ.
1. στοά στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», Ευρ.)
2. στοά με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες
3. θρανία στην πρόσοψη σπιτιών
4. πάγκος σε δημόσιο χώρο
5. αίθουσα («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)
6. αίθουσα της Συγκλήτου στο θέατρο του Πομπηίου.
Greek Monotonic
ἐξέδρα: ἡ, Λατ. exhedra, μεγάλη αίθουσα ή στοά στα γυμνάσια, είδος στοάς με αίθριο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέδρα: ἡ экседра (крытая галерея с сиденьями) Eur., Diod., Plut., Diog. L.
Middle Liddell
ἐξ-έδρα, ἡ, n
Lat. exhedra, a hall or arcade in the gymnasia, a sort of cloister, Eur.