ἀναχώρησις: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anachorisis | |Transliteration C=anachorisis | ||
|Beta Code=a)naxw/rhsis | |Beta Code=a)naxw/rhsis | ||
|Definition=εως, Ion. ιος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[retiring]], [[retreat]], Hdt.9.22, Th.1.12,al.; [[ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι]] = [[retreat]], of a [[river]], D.S.1.10; of waves, ἐπιδρομαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Arist. Mu.400a27; τοῦ ποταμοῦ PPetr.2p.45(iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[place]] or [[means]] of [[retreat]], Th.1.90, D.19.41.<br><span class="bld">III</span> [[return]], Pl.Phlb.32b.<br><span class="bld">IV</span> [[absence]], τὰ ὄντα ἐν ἀναχωρήσει BGU447.6 (ii A.D.), cf. PTeb.353.6 (ii A.D.); [[retirement]], μετὰ φίλων ἀναχώρησιν εὔσχολον Phld.Oec.p.64J. | |Definition=εως, Ion. ιος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[retiring]], [[retreat]], Hdt.9.22, Th.1.12,al.; [[ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι]] = [[retreat]], of a [[river]], D.S.1.10; of waves, ἐπιδρομαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Arist. Mu.400a27; τοῦ ποταμοῦ PPetr.2p.45(iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[place]] or [[means]] of [[retreat]], Th.1.90, D.19.41.<br><span class="bld">III</span> [[return]], Pl.Phlb.32b.<br><span class="bld">IV</span> [[absence]], τὰ ὄντα ἐν ἀναχωρήσει BGU447.6 (ii A.D.), cf. PTeb.353.6 (ii A.D.); [[retirement]], μετὰ φίλων ἀναχώρησιν [[εὔσχολος|εὔσχολον]] Phld.Oec.p.64J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχώρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, [[ἀποχώρησις]], [[ὑποχώρησις]], ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ συχν. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. [[καταφύγιον]], Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11. | |lstext='''ἀναχώρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, [[ἀποχώρησις]], [[ὑποχώρησις]], ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ συχν. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. [[καταφύγιον]], Λατ. [[recessus]], Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἀναχωρήσεως, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. gen. ἀναχωρήσιος Hdt.9.22]<br /><b class="num">I</b> c. mov. <br /><b class="num">1</b> [[retirada]] en la [[guerra]], Hdt.l.c., τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου Th.1.12, [[σημαίνειν]] ἀναχώρησιν [[tocar]] [[retirada]]</i> Th.5.10, ἐν τάξει Plb.11.21.5, κατὰ πόδα Plb.11.24.7, cf. Aeschin.3.87, I.<i>BI</i> 2.86, <i>AI</i> 1.203, D.C.50.12.8<br /><b class="num">•</b>en gener. [[retroceso]], [[marcha atrás]] Ph.2.539<br /><b class="num">•</b>[[vuelta]] Pl.<i>Phlb</i>.32b.<br /><b class="num">2</b> [[refugio]] τὴν ... Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι Th.1.90, cf. D.19.41.<br /><b class="num">3</b> [[partida]], [[marcha]] del [[alma]], e.d. [[muerte]] Const. en Eus.<i>VC</i> 2.40.<br /><b class="num">4</b> esp. del [[agua]] [[ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι]] = [[retirarse]], [[bajar el agua de un río]] D.S.1.10, c. gen. τοῦ ποταμοῦ <i>PPetr</i>.2.13.19.9 (III a.C.), ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις = el [[ir]] y [[venir]] de las olas</i> Arist.<i>Mu</i>.400<sup>a</sup>27.<br /><b class="num">II</b> sin mov. <br /><b class="num">1</b> [[retiro]] μετὰ φίλων ἀ. εὔσχολον Phld.<i>Oec</i>.p.64, ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν [[ἀγροικία]]ς καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη M.Ant.4.3.<br /><b class="num">2</b> [[ausencia]] τὴν ἀναχώρησιν ποιοῦνται están ausentes</i>, <i>BGU</i> 1215.16 (III a.C.), τὸν ἀδελφόν μου] ... ὄντα ἐν ἀναχωρήσι <i>BGU</i> 447.6 (II d.C.), cf. <i>PTeb</i>.353.6 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[abandono]], [[olvido]] τῶν εἰδώλων Eus.<i>DE</i> 1.6.6.<br /><b class="num">4</b> [[privación]] τις ἀπὸ τοῦ καλοῦ ἀ. τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.27.10<br /><b class="num">•</b>[[pérdida]] ὅταν λυπῆται ἐπὶ ἡδονῆς ἀναχωρήσει Dam.<i>in Phlb</i>.164.7. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναχώρησις:''' | |lsmtext='''ἀναχώρησις:''' ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]], [[αποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ή [[τόπος]] υποχώρησης, [[καταφύγιο]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[отступление]] Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. [[отступать лицом к противнику]];<br /><b class="num">2)</b> [[отлив]] (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иссякание]], [[высыхание]]: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. [[с обмелением реки]];<br /><b class="num">4)</b> [[уход]]: | |elrutext='''ἀναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[отступление]] Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. [[отступать лицом к противнику]];<br /><b class="num">2)</b> [[отлив]] (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иссякание]], [[высыхание]]: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. [[с обмелением реки]];<br /><b class="num">4)</b> [[уход]]: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. [[уход из жизни]], [[кончина]];<br /><b class="num">5)</b> [[убежище]] (ἀ. τε καὶ [[ἀφορμή]] Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:58, 3 July 2022
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A retiring, retreat, Hdt.9.22, Th.1.12,al.; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retreat, of a river, D.S.1.10; of waves, ἐπιδρομαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Arist. Mu.400a27; τοῦ ποταμοῦ PPetr.2p.45(iii B.C.).
II place or means of retreat, Th.1.90, D.19.41.
III return, Pl.Phlb.32b.
IV absence, τὰ ὄντα ἐν ἀναχωρήσει BGU447.6 (ii A.D.), cf. PTeb.353.6 (ii A.D.); retirement, μετὰ φίλων ἀναχώρησιν εὔσχολον Phld.Oec.p.64J.
German (Pape)
[Seite 215] ἡ, 1) das Zurückweichen, Rückzug, Her. neben ἀναστροφή 9, 22; Thuc. oft u. Folgde; ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι, sich zurückziehen, Pol. 8, 16; vom Flusse, D. Sic. 1, 10. – 2) der Zufluchtsort, ἀναχώρησιν ἑαυτῷ καταλιπεῖν Dem. 19, 41; Thuc. 1. 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχώρησις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, τὸ ἀποσύρεσθαι, ἀποχώρησις, ὑποχώρησις, ἀναχωρήσιος γενομένης καὶ ὑποστροφῆς, Ἡρόδ. 9. 22 καὶ συχν. παρὰ Θουκ.· ἀν. ποιεῖσθαι Διόδ. 1. 10: - περὶ τῆς θαλάσσης, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις, ἀνάρροιαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32. ΙΙ. καταφύγιον, Λατ. recessus, Θουκ. 1. 90, Δημ. 354. 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se retirer, retraite;
2 lieu de retraite, refuge.
Étymologie: ἀναχωρέω.
Spanish (DGE)
ἀναχωρήσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀναχωρήσιος Hdt.9.22]
I c. mov.
1 retirada en la guerra, Hdt.l.c., τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου Th.1.12, σημαίνειν ἀναχώρησιν tocar retirada Th.5.10, ἐν τάξει Plb.11.21.5, κατὰ πόδα Plb.11.24.7, cf. Aeschin.3.87, I.BI 2.86, AI 1.203, D.C.50.12.8
•en gener. retroceso, marcha atrás Ph.2.539
•vuelta Pl.Phlb.32b.
2 refugio τὴν ... Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι Th.1.90, cf. D.19.41.
3 partida, marcha del alma, e.d. muerte Const. en Eus.VC 2.40.
4 esp. del agua ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι = retirarse, bajar el agua de un río D.S.1.10, c. gen. τοῦ ποταμοῦ PPetr.2.13.19.9 (III a.C.), ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις = el ir y venir de las olas Arist.Mu.400a27.
II sin mov.
1 retiro μετὰ φίλων ἀ. εὔσχολον Phld.Oec.p.64, ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν ἀγροικίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη M.Ant.4.3.
2 ausencia τὴν ἀναχώρησιν ποιοῦνται están ausentes, BGU 1215.16 (III a.C.), τὸν ἀδελφόν μου] ... ὄντα ἐν ἀναχωρήσι BGU 447.6 (II d.C.), cf. PTeb.353.6 (II d.C.).
3 abandono, olvido τῶν εἰδώλων Eus.DE 1.6.6.
4 privación τις ἀπὸ τοῦ καλοῦ ἀ. τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.Or.Catech.27.10
•pérdida ὅταν λυπῆται ἐπὶ ἡδονῆς ἀναχωρήσει Dam.in Phlb.164.7.
Greek Monotonic
ἀναχώρησις: ἀναχωρήσεως, Ιων. ἀναχωρήσιος, ἡ,
I. υποχώρηση, οπισθοχώρηση, αποχώρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. τρόπος ή τόπος υποχώρησης, καταφύγιο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχώρησις: εως ἡ
1) отход, отступление Her., Thuc., Plut.: ἐπὶ πόδα ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать лицом к противнику;
2) отлив (ἐπιδρομαὶ κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις Arst.);
3) иссякание, высыхание: τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. с обмелением реки;
4) уход: ἀναχώρησις τοῦ βιότου Anth. уход из жизни, кончина;
5) убежище (ἀ. τε καὶ ἀφορμή Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.).
Middle Liddell
ἀναχωρέω
I. a drawing back, retiring, retreating, Hdt., Thuc.
II. a means or place of retreat, refuge, Thuc.
English (Woodhouse)
retirement, retreat, withdrawal, place of retirement, place of retreat