βρῖθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βρῖθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.
|elnltext=[[βρῖθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘[[zwaar]]’, ‘[[krachtig]]’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[burden]]
|woodrun=[[burden]]
}}
}}

Revision as of 11:50, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῖθος Medium diacritics: βρῖθος Low diacritics: βρίθος Capitals: ΒΡΙΘΟΣ
Transliteration A: brîthos Transliteration B: brithos Transliteration C: vrithos Beta Code: bri=qos

English (LSJ)

εος, τό, A weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.

German (Pape)

[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.

French (Bailly abrégé)

ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.

Greek Monolingual

βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].

Greek Monotonic

βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βρῖθος: εος τό
1) груз, кладь (τῶν νεῶν Plut.);
2) вес (μεῖζον β. ἔχειν Eur.);
3) бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.).

Middle Liddell

βριθύς
weight, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρῖθος -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.

English (Woodhouse)

burden

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)