τριαινόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=triaino/w
|Beta Code=triaino/w
|Definition=prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heave with the trident]]: then, generally, [[heave]] or [[prise up]], [[overthrow]], θάκους μοχλοῖς τ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>348</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον</b> [[break]] it [[up]] with a fork or mattock, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>570</span> (troch.).</span>
|Definition=prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heave with the trident]]: then, generally, [[heave]] or [[prise up]], [[overthrow]], θάκους μοχλοῖς τ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>348</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον</b> [[break]] it [[up]] with a fork or mattock, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>570</span> (troch.).</span>
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ébranler avec le trident;<br /><b>2</b> remuer la terre avec une fourche.<br />'''Étymologie:''' [[τρίαινα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριαινόω''': [[κυρίως]] [[διασείω]] κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως [[καθόλου]], κινῶ, διακινῶ, [[ἀνατρέπω]], [[καταρρίπτω]], τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
|lstext='''τριαινόω''': [[κυρίως]] [[διασείω]] κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως [[καθόλου]], κινῶ, διακινῶ, [[ἀνατρέπω]], [[καταρρίπτω]], τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ébranler avec le trident;<br /><b>2</b> remuer la terre avec une fourche.<br />'''Étymologie:''' [[τρίαινα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐαινόω Medium diacritics: τριαινόω Low diacritics: τριαινόω Capitals: ΤΡΙΑΙΝΟΩ
Transliteration A: triainóō Transliteration B: triainoō Transliteration C: triainoo Beta Code: triaino/w

English (LSJ)

prop. A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow, θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba.348. II τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον break it up with a fork or mattock, Ar.Pax570 (troch.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ébranler avec le trident;
2 remuer la terre avec une fourche.
Étymologie: τρίαινα.

Greek (Liddell-Scott)

τριαινόω: κυρίως διασείω κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως καθόλου, κινῶ, διακινῶ, ἀνατρέπω, καταρρίπτω, τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.

Greek Monotonic

τριαινόω: μέλ. τριαινώσω,
I. ανυψώνω, σείω χτυπώντας με την τρίαινα· γενικά, κινώ, ανατρέπω, καταρρίπτω, σε Ευρ.
II. τριαινόω τὴν γῆν δικέλλῃ, την οργώνω με τον κασμά, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριαινόω [τρίαινα] met een drietand bewerken, los wrikken:. θάκους μοχλοῖς τριαίνου wrik de zetels los met koevoeten Eur. Ba. 348; τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ... τὸ γῄδιον met de houweel mijn lapje grond bewerken Aristoph. Pax. 570.

Russian (Dvoretsky)

τριαινόω:
1) взламывать (θάκους μοχλοῖς Eur.);
2) взрывать, вскапывать (τήν γῆν δικέλλῃ Arph.).

Middle Liddell

τριαινόω, fut. -ώσω
I. to heave with the trident: generally, to heave or prise up, overthrow, Eur.
II. τρ. τὴν γῆν δικέλλῃ to break it up with a mattock, Ar.