ἀναπολέω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναπολέω:''' поэт. [[ἀμπολέω]]<br /><b class="num">1)</b> вновь обдумывать (τρὶς [[τετράκι]] τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[повторять]] (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).
|elrutext='''ἀναπολέω:''' поэт. [[ἀμπολέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вновь обдумывать]] (τρὶς [[τετράκι]] τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[повторять]] (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[properly]] to [[turn]] up the [[ground]] [[again]]: [[hence]] to go [[over]] [[again]], [[repeat]], [[reconsider]], Pind., Soph.
|mdlsjtxt=<br />[[properly]] to [[turn]] up the [[ground]] [[again]]: [[hence]] to go [[over]] [[again]], [[repeat]], [[reconsider]], Pind., Soph.
}}
}}

Revision as of 19:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπολέω Medium diacritics: ἀναπολέω Low diacritics: αναπολέω Capitals: ΑΝΑΠΟΛΕΩ
Transliteration A: anapoléō Transliteration B: anapoleō Transliteration C: anapoleo Beta Code: a)napole/w

English (LSJ)

poet. ἀμπ-, properly, A turn up the ground again (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν, Hsch. s.v. ὡραπολεῖν): hence, go over again, repeat, ταὐτὰ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.N.7.104; δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238; ὅταν [ψυχὴ] αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Pl.Phlb.34b, cf. Vett.Val.242.20:—aor. 1 Pass., J.AJ13.5.8.

German (Pape)

[Seite 203] umwenden, ἀμπολεῖν ταὐτὰ τρὶς καὶ τετράκις Pind. N. 7, 104; vom Acker, umpflügen; von Speisen, wiederkäuen. Aelian. bei Suid. Übertr., im Geiste herumwenden, überdenken, erwägen, ἔπη, wiederholen, Soph. Phil. 1222; μνήμην Plat. Phil. 34 b; Suid. erkl. geradezu ἀναμιμνήσκεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολέω: ποιητ. ἀμπ-, κυρίως, ἀναστρέφω τὸ χῶμα δι’ ἀρότρου, ἀναστρέφω αὐτὸ πάλιν, (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. πολέω, ἀναπολίζω: ἐντεῦθεν, διεξέρχομαι ἐκ νέου, ἐπαναλαμβάνω, ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· ὅταν ... αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «μόνοςθαλάσσιος σκάρος τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, ὥσπερ καὶ τὰ βληχητά, ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, ἔνθα ὅμως γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tourner et retourner dans son esprit;
2 redire, répéter.
Étymologie: ἀνά, πολέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- Pi.N.7.104
1 repetir ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.l.c., δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238, gram. ἡ δὲ αὐτὸς ἐπ' ἀναπολούμενον πρόσωπον φέρεται A.D.Pron.61.5, cf. 14.4, Synt.18.5, 27.6
2 recordar ὅταν ... (ψυχή) αὖθις ταύτην (μνήμην) ἀναπολήσῃ Pl.Phlb.34b, τὸ τοῦ προτέρου βίου καὶ τοῦ νῦν Epicur.Fr.[133] 4, τοὺς ἐπί τινι λίαν ἀγανακτήσαντας M.Ant.12.27, ταῦθ' <εἰκὸς> ἑκάστου τῶν πονηρῶν τὴν ψυχὴν ἀναπολεῖν Plu.2.556a, τὰ πεπραγμένα Arr.Epict.4.6.35
ὅτι ... Vett.Val.242.20
abs. Amelius en Porph.Plot.17.33, ἀναπολεῖ· μνημονεύει Hsch.
registrar, hacer constar ἀπὸ τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀναποληθείσης ἡμῖν οἰκειότητος desde que por primera vez quedó constancia de nuestra amistad I.AI 13.168, τὰ ἐκεῖ θεάματα Meth.Symp.8.2.
3 volver a trabajar ἀναπολεῖν δὲ λέγουσι τὸ τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Hsch.s.u. ὡραπολεῖν.

Greek Monotonic

ἀναπολέω: ποιητ. ἀμ-πολέω, μέλ. -ήσω, κυρίως αναστρέφω το χώμα· απ' όπου επαναλαμβάνω, αναθεωρώ, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπολέω: поэт. ἀμπολέω
1) вновь обдумывать (τρὶς τετράκι τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);
2) повторять (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).

Middle Liddell


properly to turn up the ground again: hence to go over again, repeat, reconsider, Pind., Soph.