μεγαλήνωρ: Difference between revisions
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch [[μεγαλήτωρ]]; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden [[ἡσυχία]] μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch [[μεγαλήτωρ]]; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden [[ἡσυχία]] μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> confiant en soi;<br /><b>2</b> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99. | |lstext='''μεγᾰλήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) [[λίαν]] [[ἀνδρικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[ἀνδρεῖος]], ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. [[μεγαλόφρων]]· - [[ὑψηλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:00, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ) A high-souled, epithet of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109. 2 haughty, Id.P.1.52.
German (Pape)
[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.
Greek Monolingual
μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλήνωρ: дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.
1) дающий уверенность в себе, внушающий бодрость (ἁσυχία Pind.);
2) высокомерный, надменный Pind.
Middle Liddell
μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.