ἀπάτωρ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 , $3:") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπάτωρ:''' ορος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[лишившийся отца]] ([[ἀμήτωρ]] ἀ. τε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[отвергнутый отцом]] Plat.: ἀ. [[ἐμοῦ]] Soph. (ты) мне больше не сын;<br /><b class="num">3)</b> не отцовский, недостойный отца: ἀπάτορα πότμον [[λαχεῖν]] Eur. стать жертвой или погибнуть от руки бесчеловечного отца;<br /><b class="num">4)</b> (лат. [[spurius]]) происходящий от неизвестного отца Plut. | |elrutext='''ἀπάτωρ:''' ορος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[лишившийся отца]] ([[ἀμήτωρ]] ἀ. τε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[отвергнутый отцом]] Plat.: ἀ. [[ἐμοῦ]] Soph. (ты) мне больше не сын;<br /><b class="num">3)</b> [[не отцовский]], [[недостойный отца]]: ἀπάτορα πότμον [[λαχεῖν]] Eur. стать жертвой или погибнуть от руки бесчеловечного отца;<br /><b class="num">4)</b> (лат. [[spurius]]) происходящий от неизвестного отца Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:05, 20 August 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ορος, ὁ, ἡ, (πατήρ) A without father, of deities, αὐτοπάτωρ, ἀ. Orph.H.10.10; ἀ. . . ἀμήτωρ Nonn.D.41.53, cf. Ep.Hebr. 7.3; fatherless, orphan, ἀοίκους ἀπάτοράς τε S.Tr.300; ἀμήτωρ ἀ. τε E. Ion109 (lyr.); ἀ. πότμος Id.IT864 (lyr.), cf. Vett.Val.103.35: neut. pl., ἀπάτορα τέκεα E.HF114 (lyr.); disowned by the father, Pl.Lg. 929a: also c. gen., ἀ. ἐμοῦ not having me for a father, S.OC1383. 2 of unknown father, like σκότιος, Plu.2.288e, PGrenf.2.56.3 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 282] ορος, 1) vaterlos, ἀπάτωρ ἐμοῦ, nicht mich zum Vater habend, von mir verstoßen, Soph. O. C. 1383; vom Verbannten, ἀπάτωρ, ἄοικος, Tr. 299; ἀπάτωρ γεγώς Eur. Ion. 109, verwais't; ἀπάτορα τέκνα Herc. fur. 114; dessen Vater man nicht kennt, unächt; Plut. Quaest. Rom. 103 übersetzt so das römische spurius. – 2) nach des Vaters Tode geboren. – 3) nicht väterlich?
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (πατὴρ) ὁ ἄνευ πατρός, ἐπὶ θεοτήτων, ἀυτοπάτωρ, ἀπάτωρ Ὀρφ. Ὕμν. 9.10· ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, Νόνν. Δ. 41. 53, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 3: ὀρφανὸς πατρός, ἀοίκους ἀπάτοράς τε Σοφ. Τρ. 300· ἀμήτωρ ἀπάτωρ τε Εὐρ. Ἴων. 110· ἀπάτωρ πότμος ὁ αὐτ. Ι. Τ. 864: ὡσαύτως κατ’ οὐδ. πληθ., ἀπάτορα τέκεα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 114: μὴ ἀναγνωριζόμενος ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀποβεβλημένος, ἀποκεκηρυγμένος, Πλάτ. Νόμ. 928Ε: ― ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀπάτωρ ἑμοῦ, μὴ ἔχων ἐμὲ ὡς πατέρα, Σοφ. Ο. Κ. 1383. 2) ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρός, ὡς τὸ σκότιος, Λατ. spurius, Πλούτ. 2.288D.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
I. sans père;
1 qui n’a plus de père ; ἀπάτωρ ἐμοῦ SOPH toi qui ne m’as plus pour père, renié par moi ton père;
2 né d’un père inconnu;
II. non paternel, indigne d’un père (traitement, dureté, etc.).
Étymologie: ἀ, πάτηρ.
Spanish (DGE)
-ορ, gen. -ορος
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1no engendrado por padre, que no tiene padre de la naturaleza αὐτοπάτωρ καὶ ἀ. Orph.H.10.10, ἀ. καὶ ἀμήτωρ Nonn.D.41.53, de Hefesto, Poll.3.26, cf. AP 15.26, de Pan, Sch.Theoc.1.3/4d, de Horus PMag.5.282, por un juego dialéctico ὁ Σωφρονίσκος ἕτερος ὢν πατρὸς οὐ πατήρ ἐστιν, ὥστε σύ, ὦ Σώκρατες, ἀ. εἶ Pl.Euthd.298b
•crist. de la primera pers. de la Trinidad οὐκ ἀπάτορα τρία ... ἀλλὰ τὸν μὲν Πατέρα καὶ ἀ. Ath.Al.M.28.1145B, de Cristo ὁ Χριστὸς ἦν ἀ. γεννήσει τῆς ἀνθρωπείας φύσεως Thdr.Mops.Heb.7.3. (p.207.17), de Melquisedec Ep.Hebr.7.3, Synes.Ep.3.
2 sin padre, huérfano ἀοίκους ἀπάτοράς τε S.Tr.300, τέκεα E.HF 114, cf. Io 109, Vett.Val.103.35.
3 de padre desconocido Plu.2.288f, PGrenf.2.56.3, PTeb.397.1.1, BGU 2018.10 (todos II d.C.), BGU 326.XII.4, 2131.34 (III d.C.), PN.York 12.19 (IV d.C.).
II no reconocido como hijo, renegado por su padre, desheredado c. gen. ἀπάτωρ ἐμοῦ S.OC 1383
•abs. subst., Pl.Lg.928d.
III impropio de un padre ἀ. πότμος E.IT 864.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and πατήρ; fatherless, i.e. of unrecorded paternity: without father.
English (Thayer)
ἀπατορος, ὁ, ἡ (πατήρ), a word which has almost the same variety of senses as ἀμήτωρ, which see; (from Sophocles down); (without father i. e.) whose father is not recorded in the genealogies: Hebrews 7:3.
Greek Monolingual
ἀπάτωρ (-ορος), ο (AM) πατήρ
1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα
2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος
«αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος)
3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» — χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς μητέρα στον ουρανό
4. ο νόθος, ο «αγνώστου πατρός»
αρχ.
εκείνος που έχει αποκηρυχθεί από τον πατέρα του, αυτός τον οποίο ο πατέρας δεν θεωρεί πλέον παιδί του.
Greek Monotonic
ἀπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (πᾰτήρ), αυτός που δεν έχει πατέρα, ορφανός από πατέρα, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., ἀπάτωρ ἐμοῦ, χωρίς να έχεις εμένα για πατέρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάτωρ: ορος adj.
1) лишившийся отца (ἀμήτωρ ἀ. τε Eur.);
2) отвергнутый отцом Plat.: ἀ. ἐμοῦ Soph. (ты) мне больше не сын;
3) не отцовский, недостойный отца: ἀπάτορα πότμον λαχεῖν Eur. стать жертвой или погибнуть от руки бесчеловечного отца;
4) (лат. spurius) происходящий от неизвестного отца Plut.
Middle Liddell
πατήρ
without father, fatherless, Soph., Eur.: c. gen., ἀπ. ἐμοῦ not having me for a father, Soph.
Chinese
原文音譯:¢p£twr 阿-爬拖而
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:無-父親(的)
字義溯源:無父的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)組成。比較: (ἀμήτωρ)=無母的
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無父(1) 來7:3