βέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - " ;<" to "; <")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=veomai
|Transliteration C=veomai
|Beta Code=be/omai
|Beta Code=be/omai
|Definition=and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shall live]], οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν <span class="bibl">Il.15.194</span>; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ <span class="bibl">16.852</span>, cf. <span class="bibl">24.131</span>; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα; <span class="bibl">22.431</span>. (Cf. [[βιόμεσθα]], [[βίονται]] (v. [[βιόω]]), whence <b class="b3">βίομαι, βίε'</b> should perhaps be restored in Hom.) </span>
|Definition=and [[βείομαι]], Homeric subj. used as fut., [[I shall live]], οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν <span class="bibl">Il.15.194</span>; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ <span class="bibl">16.852</span>, cf. <span class="bibl">24.131</span>; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα; <span class="bibl">22.431</span>. (Cf. [[βιόμεσθα]], [[βίονται]] (v. [[βιόω]]), whence <b class="b3">βίομαι, βίε'</b> should perhaps be restored in Hom.) </span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. [[βείῃ]] Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘vida’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. [[βείῃ]] Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘vida’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:26, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέομαι Medium diacritics: βέομαι Low diacritics: βέομαι Capitals: ΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: béomai Transliteration B: beomai Transliteration C: veomai Beta Code: be/omai

English (LSJ)

and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perhaps be restored in Hom.)

German (Pape)

[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.

Greek (Liddell-Scott)

βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).

French (Bailly abrégé)

par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d’un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.

English (Autenrieth)

2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22,, Il. 24.131.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βείομαι Il.22.431; βίομαι h.Ap.528
• Morfología: [fut. hom.]
viviré οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ (pero cf. βείῃ Hsch.) Il.16.852, cf. 24.131, τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα Il.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; h.Ap.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.
• Etimología: De la r. *giH3- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. gaya ‘vida’, ai. gáya; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal βέομαι.

Greek Monolingual

βέομαι και βείομαι (Α)
θα ζήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος- εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας gwey()-, με απαθή την πρώτη συλλαβή και συνεσταλμένη τη δεύτερη (πρβλ. αβεστ. gaya- «ζωή», αρχ. ινδ. gaya- «το αγαθό της ζωής»). Με βάση την άποψη αυτή ο τ. βείομαι είναι πιθ. αποτέλεσμα μετρικής έκτασης μολονότι έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το βείομαι δεν είναι υποτακτική αλλά οριστική ενεστώτα].

Greek Monotonic

βέομαι: και βείομαι, βʹ ενικ. βέῃ, σε Όμηρ. με σημασία μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το βιόω)· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βέομαι: и βείομαι fut. к βιόω (только 1 и 2 л. sing.) жить; ἐγὼ τί νυ βείομαι; Hom. к чему мне теперь жить?

Middle Liddell

[Homeric fut. with no pres. in use]
I shall live (akin to βιόω):— others regard it epic fut. of βαίνω.