πανσυδί: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pansydi | |Transliteration C=pansydi | ||
|Beta Code=pansudi/ | |Beta Code=pansudi/ | ||
|Definition=or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι) | |Definition=or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι) [[with all one's force]], hence = [[πανστρατιᾷ]], π. διεφθάρθαι [[utterly]], <span class="bibl">Th.8.1</span>, cf. <span class="bibl">Pherecr.31</span>, <span class="bibl">D.H.5.46</span>: written πασσυδί <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.18</span>, <span class="bibl">Onos.42.12</span>, [[varia lectio|v.l.]] for sq. in <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ages.</span>2.19</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:30, 23 August 2022
English (LSJ)
or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι) with all one's force, hence = πανστρατιᾷ, π. διεφθάρθαι utterly, Th.8.1, cf. Pherecr.31, D.H.5.46: written πασσυδί X.Cyr.1.4.18, Onos.42.12, v.l. for sq. in X.HG4.4.9, Ages.2.19.
Greek (Liddell-Scott)
πανσυδί: ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) μετὰ πάσης δυνάμεως, ὅθεν = πανστρατιᾷ ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ (οὕτως ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec toutes les forces réunies;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶν, σεύω.
Greek Monolingual
και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α
επίρρ.
1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῦντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.)
2. παντελώς
3. με κάθε προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. συ- του σεύομαι «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. ἐσ-σύ-μην) με οδοντική παρέκταση -δ- + επιρρμ. κατάλ. -ί(ᾳ / ην) / -εί. Ο τ. πασσυδεί με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -σ-. Τέλος, το επίρρ. πανσυδί έχει ευρύ σημασιολογικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό λεξιλόγιο με σημ. «με όλο το στράτευμα» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, γρήγορα»].
Greek Monotonic
πανσῠδί: ή -δεί, επίρρ., (σεύομαι), με όλη τη δύναμη· πανσυδὶ διεφθάραι, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
πανσῠδί: Xen. πασσῠδί adv. σεύω
1) всеми силами (βοηθεῖν Xen.);
2) окончательно, наголову (διεφθάρθαι Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσυδί ook πασσυδί [πᾶς, σεύω] adv., met de hele krijgsmacht; uitbr. geheel en al.
Frisk Etymological English
(-εί)
Grammatical information: adv.
Meaning: rushing in collectively or jointly, with the entire army (Th., Pherecr., X.).
Other forms: assim. πασσ-.
Derivatives: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X.) id., also in a great hurry (cf. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν together (Nonn.). Denom. vb. πασ<σ>υ-διάζω to assemble (Cyme; empire.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of πάν and σεύομαι (σύ-το) with adv. -δί (cf. σύ-δην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; on the suffixes Schwyzer 623 a. 626.
Middle Liddell
[σεύομαι]
with all one's force; π. διεφθάρθαι utterly, Thuc.
Frisk Etymology German
πανσυδί: (-εί),
{pansŭdí}
Forms: assim. πασσ-
Meaning: ‘insgesamt od. gemeinsam einherstürmend, mit der ganzen Heeresmacht’ (Th., Pherekr., X. u.a.),
Derivative: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X. u.a.) ib., auch in aller Eile (vgl. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν zusammen (Nonn.). Denom. Vb. πασ<σ>υδιάζω versammeln (Kyme; Kaiserz.).
Etymology: Zusammenbildung von πάν und σεύομαι (σύτο) mit adv. -δί (vgl. σύδην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; zu den Suffixen Schwyzer 623 u. 626.
Page 2,471