ὀπιπτεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] (οπ), sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens, γυναῖκας, Od. 10, 67, oder der Furcht, τί δ' ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας, Il. 4, 371; vgl. Hes. O. 29; auch = auflauern, οὐ γάρ σ' [[ἐθέλω]] βαλέειν – [[λάθρη]] ὀπιπτεύσας, ἀλλ' [[ἀμφαδόν]], Il. 7, 243; Hes. O. 808; einzeln bei sp. D., wie Mus. 101, die auch [[ὀπιπεύω]] sagen, δολεροῖσιν όπιπευθεῖσαι ἔπεσσι, Man. 5, 182.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] (οπ), sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens, γυναῖκας, Od. 10, 67, oder der Furcht, τί δ' ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας, Il. 4, 371; vgl. Hes. O. 29; auch = auflauern, οὐ γάρ σ' [[ἐθέλω]] βαλέειν – [[λάθρη]] ὀπιπτεύσας, ἀλλ' [[ἀμφαδόν]], Il. 7, 243; Hes. O. 808; einzeln bei sp. D., wie Mus. 101, die auch [[ὀπιπεύω]] sagen, δολεροῖσιν όπιπευθεῖσαι ἔπεσσι, Man. 5, 182.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀπιπεύω]].<br />'''Étymologie:''' La graphie [[ὀπιπτεύω]] donnée par Bailly est considérée comme sans autorité par Chantraine.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπιπτεύω''': [[περιβλέπω]], περισκοπῶ, [[μετὰ]] περιεργίας, [[βλέπω]] ἀτενῶς, ὀπιπτεύσας δὲ γυναῖκας Ὀδ. Τ. 67· ἢ φόβου, τί δ’ ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας; Ἰλ. Δ. 371, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29. ΙΙ [[ἐνεδρεύω]], παραμονεύω, παραφυλάττω, οὐ γάρ σ’ [[ἐθέλω]] βαλέειν ..., λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ’ ἀμφαδὸν Ἰλ. Η. 243· εὖ μάλ’ ὀπιπτεύσας ... βάλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 804. Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ὀπῑπεύω, Μουσαῖ. 101. - (Κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΟΠ, πρβλ. ὄπωπα.)
|lstext='''ὀπιπτεύω''': [[περιβλέπω]], περισκοπῶ, [[μετὰ]] περιεργίας, [[βλέπω]] ἀτενῶς, ὀπιπτεύσας δὲ γυναῖκας Ὀδ. Τ. 67· ἢ φόβου, τί δ’ ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας; Ἰλ. Δ. 371, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29. ΙΙ [[ἐνεδρεύω]], παραμονεύω, παραφυλάττω, οὐ γάρ σ’ [[ἐθέλω]] βαλέειν ..., λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ’ ἀμφαδὸν Ἰλ. Η. 243· εὖ μάλ’ ὀπιπτεύσας ... βάλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 804. Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ὀπῑπεύω, Μουσαῖ. 101. - (Κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΟΠ, πρβλ. ὄπωπα.)
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀπιπεύω]].<br />'''Étymologie:''' La graphie [[ὀπιπτεύω]] donnée par Bailly est considérée comme sans autorité par Chantraine.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:45, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 357] (οπ), sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens, γυναῖκας, Od. 10, 67, oder der Furcht, τί δ' ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας, Il. 4, 371; vgl. Hes. O. 29; auch = auflauern, οὐ γάρ σ' ἐθέλω βαλέειν – λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, Il. 7, 243; Hes. O. 808; einzeln bei sp. D., wie Mus. 101, die auch ὀπιπεύω sagen, δολεροῖσιν όπιπευθεῖσαι ἔπεσσι, Man. 5, 182.

French (Bailly abrégé)

c. ὀπιπεύω.
Étymologie: La graphie ὀπιπτεύω donnée par Bailly est considérée comme sans autorité par Chantraine.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπιπτεύω: περιβλέπω, περισκοπῶ, μετὰ περιεργίας, βλέπω ἀτενῶς, ὀπιπτεύσας δὲ γυναῖκας Ὀδ. Τ. 67· ἢ φόβου, τί δ’ ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας; Ἰλ. Δ. 371, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29. ΙΙ ἐνεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάττω, οὐ γάρ σ’ ἐθέλω βαλέειν ..., λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ’ ἀμφαδὸν Ἰλ. Η. 243· εὖ μάλ’ ὀπιπτεύσας ... βάλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 804. Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. τύπος ὀπῑπεύω, Μουσαῖ. 101. - (Κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΟΠ, πρβλ. ὄπωπα.)

English (Autenrieth)

and ὀπιπεύω (root ὀπ), aor. part. -εύσᾶς: peer after, watch (timorously, or in lurking for one), Il. 4.371, Il. 7.243 ; γυναῖκας, ogle, Od. 19.67 (cf. παρθενοπίπης).

Greek Monolingual

ὀπιπτεύω (Α)
(δ. γρφ.) οπιπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη].

Greek Monotonic

ὀπιπτεύω: μέλ. -σω (αναδιπλ. √ΟΠ του ὄπ-ωπα),
I. κοιτάζω ολόγυρα, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία προς, με αιτ., σε Όμηρ.
II. στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παραφυλάω, οὐλάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιπτεύω:
1) подсматривать, разглядывать (τινά Hom.);
2) (со страхом), осматривать (πολέμοιο γεφύρας Hom.);
3) высматривать, подстерегать (λάθρῃ τινά Hom.).

Middle Liddell

ὀπιπτεύω, fut. -σω [redupl. from !op, Root of ὄπωπα
I. to look around after, gaze curiously or anxiously at, c. acc., Hom.
II. to lie in wait for, watch, οὐ λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν Il.