συμμάχομαι: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] ion. [[συμμαχέομαι]] (Her.), dep. med. (s. [[μάχομαι]]), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; [[ξίφος]] συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] ion. [[συμμαχέομαι]] (Her.), dep. med. (s. [[μάχομαι]]), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; [[ξίφος]] συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=assister, être l'auxiliaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, εἶμαι [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· [[καθόλου]], βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[συντρέχω]], τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ [[πιθανότης]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, [[ἐναντίον]] τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ [[συμμαχέω]]. | |lstext='''συμμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, εἶμαι [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· [[καθόλου]], βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[συντρέχω]], τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ [[πιθανότης]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, [[ἐναντίον]] τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ [[συμμαχέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:10, 2 October 2022
English (LSJ)
fut. -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.
German (Pape)
[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
assister, être l'auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῖς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.
Greek Monotonic
συμμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -οῦμαι, αόρ. αʹ συνεμαχεσάμην, παρακ. συμμεμάχημαι, αποθ., πολεμώ από κοινού με άλλους, συμπολεμώ, είμαι σύμμαχος, αρωγός, επίκουρος, βοηθός, σε Ξεν.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, τινι, στον ίδ.· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συμμάχομαι: (ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)
1) вместе сражаться, воевать в союзе (τινι Xen., Plat.): τὴν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. участвовать в сражении при Мантинее; σ. πρός τινα Arst. совместно бороться против кого-л.;
2) оказывать помощь, помогать (τινι Xen.): τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται (v.l. συμμαχέεται) Her. правдоподобие (здесь) на моей стороне; οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. не один, а в сопровождении верного меча.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.
Middle Liddell
fut. οῦμαι aor1 συνεμαχεσάμην perf. συμμεμάχημαι
Dep.:— to fight along with others, to be an ally, auxiliary, Xen.: generally, to help, succour, τινι Xen.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.