γυρεύω: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.<br />'''Étymologie:''' [[γυρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ). | |lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:34, 1 October 2022
English (LSJ)
run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.
Spanish (DGE)
(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
•fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.
German (Pape)
[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
Greek Monolingual
και γυρεύγω (AM γυρεύω) γυρός
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.
Greek Monotonic
γῡρεύω: (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
γῡρεύω: кружиться, вращаться Plat., Babr.