ἀνήκουστος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνηκουστέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285. | |lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A not to be heard, inaudible, Arist.de An.421b5. 2 unheard of, ἤκουσ' ἀνήκουστα . . ὥστε φρῖξαι S.El.1407, cf. E.Hipp.363 (lyr.). 3 of prayers, not to be granted, Antiph01.22. II Act., not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον = disobedience, X.Cyn.3.8.
Spanish (DGE)
-ον
I no oído o conocido ἐπιβατὰ τὰ πρόσθεν ἀνήκουστα D.C.39.53.2.
II 1que no se puede oír ἡ μὲν (αἴσθησις) τοῦ ἀκουστοῦ καὶ ἀνηκουστοῦ un tipo (de percepción) es de lo que se puede oír y de lo que no se puede oír Arist.de An.421b5.
2 fig. que no se puede escuchar, inaudito ἤκουσ' ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι escuché cosas inauditas..., hasta el punto de estremecerme S.El.1407, ἀνήκουστα ... πάθεα E.Hipp.362, δεήσεται ἀθέμιτα καὶ ἀνόσια ... καὶ ἀνήκουστα καὶ θεοῖς καὶ ὑμῖν hará una petición impía, sacrilega que no pueda ser escuchada ni por los dioses ni por vosotros Antipho 1.22.
III act. que no puede escuchar ἀνηκούστῳ τοκῆι, οἷά περ εἰσαΐοντι, ... ἐφθέγξατο Nonn.D.30.165
•sordo, que no quiere oír prov. αἰγιαλῷ λαλεῖς, ἀνέμῳ διαλέγῃ· ἀμφότεραι ἐπὶ τῶν ἀνηκούστων Prou.Bodl.66
•subst. τὸ ἀνήκουστον desobediencia de algunas perras de caza τὸ ἀ. πολὺ ἔχουσαι X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 229] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.
Étymologie: ἀνηκουστέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήκουστος: ον (ἀκούω) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, τρομερός, Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ ἔλλειψις ὑπακοῆς, ἡ παρακοή, Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)
πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί
2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον
παρακοή, απείθεια.
Greek Monotonic
ἀνήκουστος: -ον (ἀκούω),
I. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί, Λατ. inauditus, ἤκουσ' ἀνήκουστα, σε Σοφ.
II. Ενεργ., μην πρόθυμος να ακούσει· τὸ ἀνήκουστον, απείθεια, απειθαρχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήκουστος:
1) неслышный (ὁ μικρὸς ψόφος Arst.);
2) неслыханный, ужасный (πάθεα Eur.; ἤκουσ᾽ ἀνήκουστα Soph.).
Middle Liddell
ἀκούω
I. unheard of, Lat. inauditus, ἤκουσ' ἀνήκουστα Soph.
II. act. not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον disobedience, Xen.