ἐξάνειμι: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] (s. [[εἶμι]]), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] (s. [[εἶμι]]), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se lever et sortir de, venir de, gén.;<br /><b>2</b> revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄνειμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξάνειμι''': [[μεταβαίνω]] ἔκ τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15. | |lstext='''ἐξάνειμι''': [[μεταβαίνω]] ἔκ τινος μέρους εἰς [[ἄλλο]], στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... [[αἴγλη]] ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
A go forth from, Ἑλλάδος A. R.2.459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα being reflected from .., Id.3.757; ἐ. οὐρανοῦ go up the sky, of stars, Theoc.22.8 codd. II come back from, ἄγρης h.Pan.15.
Spanish (DGE)
1 regresar de ἄγρης h.Pan.14.
2 partir de Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.
3 surgir, salir de c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων Διόνυσος Nonn.D.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua A.R.3.756
•astr. levantarse, tener su orto, salir de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar Arat.728.
German (Pape)
[Seite 869] (s. εἶμι), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15.
French (Bailly abrégé)
1 se lever et sortir de, venir de, gén.;
2 revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἄνειμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνειμι: μεταβαίνω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.
Greek Monolingual
ἐξάνειμι (Α) ἄνειμι
1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῦ ἐξανιόντα», Θεόκρ.)
2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)
3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)
4. μτφ. ανακλώμαι.
Greek Monotonic
ἐξάνειμι:I. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανατέλλω από τον ορίζοντα, λέγεται για αστέρια, σε Θεόκρ.
II. γυρίζω, επανέρχομαι από, ἄγρης, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάνειμι:
1) возвращаться (ἄγρης HH);
2) восходить (οὐρανοῦ ἐξανίοντα ἄστρα - v.l. ἀνίοντα Theocr.).
Middle Liddell
I. to rise from the horizon, of stars, Theocr.
II. to come back from, ἄγρης Hhymn.