μορία: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sacré, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. μόριος.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]].
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sacré, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. μόριος.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορίᾱ:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ священная маслина, (преимущ. pl. [[μορίαι]] или [[μορίαι]] ἐλαῖαι) масличная роща Arph., Lys.<br /><b class="num">[[μορία]]:</b> ион. Anth. [[μορίη]] (ῑ) ἡ = [[μωρία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μορίαι</i><br />ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[ελιά]] η οποία φύτρωνε [[μέσα]] στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις ελιές τών ιδιωτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα [[μόρος]], [[μόριον]] «[[τμήμα]], [[τεμάχιο]]», [[γιατί]] τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το [[μερίδιο]] που ανήκε στη θεά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «[[ελιά]]», από όπου προέρχονται [[μερικά]] μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια ([[πρβλ]]. λυκικό <i>Μύρα</i>, θεσσαλ. <i>Μύραι</i>)].
|mltxt=[[μορία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μορίαι</i><br />ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[ελιά]] η οποία φύτρωνε [[μέσα]] στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις ελιές τών ιδιωτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα [[μόρος]], [[μόριον]] «[[τμήμα]], [[τεμάχιο]]», [[γιατί]] τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το [[μερίδιο]] που ανήκε στη θεά. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «[[ελιά]]», από όπου προέρχονται [[μερικά]] μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια ([[πρβλ]]. λυκικό <i>Μύρα</i>, θεσσαλ. <i>Μύραι</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μορίᾱ:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ священная маслина, (преимущ. pl. [[μορίαι]] или [[μορίαι]] ἐλαῖαι) масличная роща Arph., Lys.<br /><b class="num">[[μορία]]:</b> ион. Anth. [[μορίη]] (ῑ) ἡ = [[μωρία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορία Medium diacritics: μορία Low diacritics: μορία Capitals: ΜΟΡΙΑ
Transliteration A: moría Transliteration B: moria Transliteration C: moria Beta Code: mori/a

English (LSJ)

(B), ἡ, A = μωρία, θρέμμα μορΐης AP11.305 (Pall.).
μορία (A), ἡ, mostly in plural μορίαι (with or without ἐλαῖαι), the sacred olives in the Academy, Ar.Nu.1005, Anaxandr.19, Arist.Ath. 60.2: generally, of olives that grew in the precincts of temples, opp. ἴδιαι, Lys.7.5,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, 1) der der Athene geweihte heilige Oelbaum auf der Burg von Athen, auch die heiligen Oelbäume in der Akademie, Ar. Nub. 992, wo der Schol. ihren Namen von μόρος ableitet, weil Halirrhothios, als er sie umhauen wollte, sich mit dem Beile selbst tödtete; nach E. M. aber ὅτι δημοσίαν μοῖραν ἐκ τῶν καρπῶν ἐλάμβανον. – Lys. 7, 7. 29 setzt sie den ἴδιαι entgegen; μορίας ἐκκόπτειν, ib., war ein Kapitalverbrechen in Athen. – 2) = μωρία, nur Pallad. 88 (XI, 305), ἀμαθέστατε θρέμμα μορίης, wo ι überdies lang ist.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sacré, plante.
Étymologie: cf. μόριος.
Par. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς.

Russian (Dvoretsky)

μορίᾱ:
I ἡ священная маслина, (преимущ. pl. μορίαι или μορίαι ἐλαῖαι) масличная роща Arph., Lys.
μορία: ион. Anth. μορίη (ῑ) ἡ = μωρία.

Greek (Liddell-Scott)

μορία: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι (μετὰ τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ ἄνευ αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι διότι ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - Ζεὺς Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ φύλαξ τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = μωρία, Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].

Greek Monolingual

μορία, ἡ (Α)
1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι
ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά
2. (γενικά) κάθε ελιά η οποία φύτρωνε μέσα στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε αντιδιαστολή προς τις ελιές τών ιδιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα μόρος, μόριον «τμήμα, τεμάχιο», γιατί τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το μερίδιο που ανήκε στη θεά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «ελιά», από όπου προέρχονται μερικά μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (πρβλ. λυκικό Μύρα, θεσσαλ. Μύραι)].

Middle Liddell


(sc. ἐλαῖαἰ, αἱ, the sacred olives in the Academy, prob. so called, because parted (μειρόμεναἰ from the original olive-stock in the Acropolis, Ar.:— Ζεὺς Μόριος, was the guardian of these sacred olives, Soph.

English (Woodhouse)

sacred olive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)