κνῆσμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> raclure, rognure;<br /><b>2</b> démangeaison.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> raclure, rognure;<br /><b>2</b> démangeaison.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κνῆσμα''': τό, = [[κνῆμα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[δῆγμα]], δάγκαμα, [[κέντημα]], φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = [[ξύστρα]], [[ψήκτρα]], «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.
|elnltext=κνῆσμα -τος, τό [κνάω] schaafsel; overdr.: κνήσματα τοί ἐστι... τῶν λόγων het is afval van redevoeringen Plat. HpMa 304a.
}}
{{elru
|elrutext='''κνῆσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[чесание]]: ψήκτρας κ. Anth. скребница;<br /><b class="num">2)</b> [[зуд]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κνῆσμα:''' -ατος, τό, [[τσίμπημα]], [[δάγκωμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κνῆσμα:''' -ατος, τό, [[τσίμπημα]], [[δάγκωμα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κνῆσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[чесание]]: ψήκτρας κ. Anth. скребница;<br /><b class="num">2)</b> [[зуд]] Xen.
|lstext='''κνῆσμα''': τό, = [[κνῆμα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[δῆγμα]], δάγκαμα, [[κέντημα]], φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = [[ξύστρα]], [[ψήκτρα]], «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.
}}
{{elnl
|elnltext=κνῆσμα -τος, τό [κνάω] schaafsel; overdr.: κνήσματα τοί ἐστι... τῶν λόγων het is afval van redevoeringen Plat. HpMa 304a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνῆσμα]], ατος, τό,<br />a [[sting]], [[bite]], Xen.
|mdlsjtxt=[[κνῆσμα]], ατος, τό,<br />a [[sting]], [[bite]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:46, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆσμα Medium diacritics: κνῆσμα Low diacritics: κνήσμα Capitals: ΚΝΗΣΜΑ
Transliteration A: knē̂sma Transliteration B: knēsma Transliteration C: knisma Beta Code: knh=sma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a. II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνῆσμα -τος, τό [κνάω] schaafsel; overdr.: κνήσματα τοί ἐστι... τῶν λόγων het is afval van redevoeringen Plat. HpMa 304a.

Russian (Dvoretsky)

κνῆσμα: ατος τό
1) чесание: ψήκτρας κ. Anth. скребница;
2) зуд Xen.

Greek Monolingual

κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.

Greek Monotonic

κνῆσμα: -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.

Middle Liddell

κνῆσμα, ατος, τό,
a sting, bite, Xen.