νοερός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />qui concerne l'intelligence :<br /><b>1</b> de l'intelligence, intellectuel;<br /><b>2</b> doué d'intelligence, intelligent.<br />'''Étymologie:''' [[νόος]]. | |btext=ά, όν :<br />qui concerne l'intelligence :<br /><b>1</b> de l'intelligence, intellectuel;<br /><b>2</b> doué d'intelligence, intelligent.<br />'''Étymologie:''' [[νόος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοερός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[относящийся к разуму]], [[интеллектуальный]] ([[λογικός]] καὶ ν. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[разумный]], [[мудрый]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''νοερός:''' -ά, -όν ([[νόος]]), [[διανοητικός]], αυτός που ανάγεται στη νοητική [[λειτουργία]] του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc. | |mdlsjtxt=[[νοερός]], ή, όν [[νόος]]<br />[[intellectual]], Plat., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, intellectual, ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.Alc.1.133c (v.l., Comp.); ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν, of the κόσμος, Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα] Arist.PA648a3; ν. τόπος Id.Pr. 954a35; πνεῦμα ν. Placit.1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.Al.543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. ἀσύνετος, S.E.M.7.325, cf. Onos. 1.7; epithet of Apollo, AP9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. νοερῶς = in the spiritual sense or world, ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.Myst. 1.21, Procl.Inst.139; f.l. for νοερῷ in Herm. ap. Stob.1.49.44.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui concerne l'intelligence :
1 de l'intelligence, intellectuel;
2 doué d'intelligence, intelligent.
Étymologie: νόος.
Russian (Dvoretsky)
νοερός:
1) относящийся к разуму, интеллектуальный (λογικός καὶ ν. Plat.);
2) разумный, мудрый (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νοερός: -ά, -όν, διανοητικός, ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον αἷμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ ἀσύνετος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοερός, -ά, -όν, Α και νοηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)
2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο του νου και όχι τών αισθήσεων, υπεραισθητός (α. «έξαφνα νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.
β. «νοερὸς γάμος», Πρόκλ.)
μσν.
1. αυτός που έχει πνευματική σχέση με κάποιον, πνευματικός
2. (για λόγο) αλληγορικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοερόν
νοημοσύνη, ευφυΐα
4. φρ. «νοερὸς οἶκος» — η ψυχή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νοητική ικανότητα, νοήμων, λογικός
αρχ.
1. αυτός που ανάγεται στον νου, νοητικός («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον (αἷμα)», Αριστοτ.)
2. μυαλωμένος, συνετός, νουνεχής
3. εκκλ. φρ. «νοεραὶ φύσεις» — οι άγγελοι.
επίρρ...
νοερώς και -ά (ΑΜ νοερῶς)
με νοερό τρόπο, νοερά, με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα είμαι πάντα κοντά σου νοερά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ερός / -ηρός (πρβλ. στυγ-ερός, νοσ-ηρός)].
Greek Monotonic
νοερός: -ά, -όν (νόος), διανοητικός, αυτός που ανάγεται στη νοητική λειτουργία του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νοερός, ή, όν νόος
intellectual, Plat., etc.