παραίτησις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> demande de pardon;<br /><b>2</b> action de refuser, de décliner;<br /><b>3</b> action de solliciter pour, d'intercéder pour.<br />'''Étymologie:''' [[παραιτέομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> demande de pardon;<br /><b>2</b> action de refuser, de décliner;<br /><b>3</b> action de solliciter pour, d'intercéder pour.<br />'''Étymologie:''' [[παραιτέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραίτησις''': , [[ἔνθερμος]] [[παράκλησις]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ [[ἄδεια]] πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως [[ἕνεκα]] = [[ὅπως]] παραιτησώμεθα, «[[ἕνεκα]] τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· [[αἴτησις]] συγγνώμης, [[ἀπολογία]], Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - [[συγχώρησις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· [[ἐγκατάλειψις]] [[ἀπάρνησις]] δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· [[παραίτησις]], [[ἐγκατάλειψις]] ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. [[μεσιτεία]] ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, [[αἴτησις]] χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
|elnltext=παραίτησις -εως, ἡ [παραιτέομαι] verzoek:. φίλων παραίτησις voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παραίτησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[просьба]], [[мольба]]: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;<br /><b class="num">2)</b> [[просьба о прощении]]: οὐ παραιτήσεως [[ἕνεκα]] Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;<br /><b class="num">3)</b> [[отклонение]], [[отказ]] Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[заступничество]], [[ходатайство]] Dem.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραίτησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> θερμή [[προσευχή]], [[ειλικρινής]] [[ικεσία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοκιμασία]], [[κατάκριση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[μεσολάβηση]] για [[κάτι]], [[παράκληση]] για την [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], σε Δημ.
|lsmtext='''παραίτησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> θερμή [[προσευχή]], [[ειλικρινής]] [[ικεσία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοκιμασία]], [[κατάκριση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[μεσολάβηση]] για [[κάτι]], [[παράκληση]] για την [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραίτησις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[просьба]], [[мольба]]: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;<br /><b class="num">2)</b> [[просьба о прощении]]: οὐ παραιτήσεως [[ἕνεκα]] Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;<br /><b class="num">3)</b> [[отклонение]], [[отказ]] Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[заступничество]], [[ходатайство]] Dem.
|lstext='''παραίτησις''': , [[ἔνθερμος]] [[παράκλησις]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ [[ἄδεια]] πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως [[ἕνεκα]] = [[ὅπως]] παραιτησώμεθα, «[[ἕνεκα]] τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· [[αἴτησις]] συγγνώμης, [[ἀπολογία]], Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - [[συγχώρησις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· [[ἐγκατάλειψις]] ἢ [[ἀπάρνησις]] δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· [[παραίτησις]], [[ἐγκατάλειψις]] ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. [[μεσιτεία]] ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, [[αἴτησις]] χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=παραίτησις -εως, ἡ [παραιτέομαι] verzoek:. φίλων παραίτησις voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίτησις Medium diacritics: παραίτησις Low diacritics: παραίτησις Capitals: ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: paraítēsis Transliteration B: paraitēsis Transliteration C: paraitisis Beta Code: parai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A supplication, entreaty, π. παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς π. γιγνέσθω no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.). II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223. 2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22. III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, de décliner;
3 action de solliciter pour, d'intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίτησις -εως, ἡ [παραιτέομαι] verzoek:. φίλων παραίτησις voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.

Russian (Dvoretsky)

παραίτησις: εως ἡ
1) просьба, мольба: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;
2) просьба о прощении: οὐ παραιτήσεως ἕνεκα Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;
3) отклонение, отказ Plut.;
4) заступничество, ходатайство Dem.

Greek Monotonic

παραίτησις: ἡ,
I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ.
II. αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ.
III. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψιςἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.

Middle Liddell

παραίτησις, εως, [from παραιτέομαι
I. earnest prayer, Plat.
II. a deprecating, Thuc.
III. an interceding for, begging off, Dem.

English (Woodhouse)

begging off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)