σφηκόω: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />serrer <i>ou</i> amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
|btext=-ῶ :<br />serrer <i>ou</i> amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
|elnltext=σφηκόω [σφήξ] insnoeren (naar analogie van de smalle taille van een wesp), ombinden:. οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο die ombonden waren met goud en zilver Il. 17.52.
}}
{{elru
|elrutext='''σφηκόω:''' [[перехватывать поперек]], [[перетягивать]] (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ [[ἐσφήκωντο]] Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σφηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σφήξ]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να μοιάζει με [[σφήκα]], δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια [[μέση]], [[περισφίγγω]] γύρω από τη [[μέση]]· γενικά, [[περιδένω]] [[σφιχτά]], ή, [[απλώς]], [[δένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>πλοχμοί</i>, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες [[σφιχτά]] ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σφηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σφήξ]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να μοιάζει με [[σφήκα]], δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια [[μέση]], [[περισφίγγω]] γύρω από τη [[μέση]]· γενικά, [[περιδένω]] [[σφιχτά]], ή, [[απλώς]], [[δένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>πλοχμοί</i>, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες [[σφιχτά]] ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφηκόω:''' [[перехватывать поперек]], [[перетягивать]] (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ [[ἐσφήκωντο]] Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφηκόω [σφήξ] insnoeren (naar analogie van de smalle taille van een wesp), ombinden:. οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο die ombonden waren met goud en zilver Il. 17.52.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφηκόω]], fut. -ώσω [[σφήξ]]<br /><b class="num">I.</b> to make like a [[wasp]], i. e. to [[pinch]] in at the [[waist]]: [[generally]], to [[bind]] [[tightly]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> Pass., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (3rd pl. plup.) braids of [[hair]], [[which]] were [[bound]] [[tightly]] with [[gold]] and [[silver]], Il.
|mdlsjtxt=[[σφηκόω]], fut. -ώσω [[σφήξ]]<br /><b class="num">I.</b> to make like a [[wasp]], i. e. to [[pinch]] in at the [[waist]]: [[generally]], to [[bind]] [[tightly]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> Pass., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (3rd pl. plup.) braids of [[hair]], [[which]] were [[bound]] [[tightly]] with [[gold]] and [[silver]], Il.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκόω Medium diacritics: σφηκόω Low diacritics: σφηκόω Capitals: ΣΦΗΚΟΩ
Transliteration A: sphēkóō Transliteration B: sphēkoō Transliteration C: sfikoo Beta Code: sfhko/w

English (LSJ)

(σφήξ) A make like a wasp, i.e. pinch in at the waist, bind tightly, Phryn.Com.91; σ. τὸ ὅλον σῶμα Hld.10.31; χεῖρας APl.4.195 (Satyr.); ἀγγεῖον close the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους Ael.NA13.17: aor. Med. σφηκώσατο Nonn.D.1.192, 15.147. II Pass., πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο were bound tightly, Il.17.52; ἐσφήκωντο κορύμβαις prob. in Antim. in PMilan.17.4; κόμη ἐσφηκωμένη Poll.2.25; σφηκούμενος one binding up his hair, Ph.2.479; δειρὴν ἐσφήκωται he is narrow in the neck, Nic. Th.289; ὁ δὲ τέτρατος (sc. κύκλος) ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις is fixed, Arat.526, cf. 441; θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι well-closed window-shutters, Aristid. Or.51(27).8 (-σφην- is prob. cj.); so καλύμματ' ἐσφηκ. Anacr.21.3: metaph., coupled with πλεκτόν in Phld.Po.2.45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
serrer ou amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.
Étymologie: σφήξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηκόω [σφήξ] insnoeren (naar analogie van de smalle taille van een wesp), ombinden:. οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο die ombonden waren met goud en zilver Il. 17.52.

Russian (Dvoretsky)

σφηκόω: перехватывать поперек, перетягивать (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).

English (Autenrieth)

(σφήξ), pass. plup. ἐσφήκωντο: compress in a wasp-like shape, bind together, Il. 17.52†.

Greek Monotonic

σφηκόω: μέλ. -ώσω (σφήξ),
I. κάνω κάποιον να μοιάζει με σφήκα, δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια μέση, περισφίγγω γύρω από τη μέση· γενικά, περιδένω σφιχτά, ή, απλώς, δένω, συνάπτω, συνδέω, σε Ανθ.
II. Παθ., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες σφιχτά ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκόω: μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) κάμνω τινὰ ὥσπερ σφῆκα, δηλ. περισφίγγω κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ ἁπλῶς δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· δέσμιον σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· κόμη ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι, καλῶς κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ σφηκόω συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ σφηνόω, ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. διασφηκόομαι.

Middle Liddell

σφηκόω, fut. -ώσω σφήξ
I. to make like a wasp, i. e. to pinch in at the waist: generally, to bind tightly, Anth.
II. Pass., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (3rd pl. plup.) braids of hair, which were bound tightly with gold and silver, Il.